Μετά την απελευθέρωση του Σιδηροκάστρου ακολούθησε η των Σερρών. 29 Ιουνίου 1913: Η απελευθέρωση της πόλης των Σερρών και οι καταστροφές που της προκάλεσαν οι υποχωρούντες Βούλγαροι. Η μεγάλη ιδέα της Βουλγαρίας, όπου με αυτήν διαπαιδαγωγήθηκαν δύο γενιές, κατέρρευσε μπροστά στην αποφασιστικότητα και τον ηρωϊσμό των Ελλήνων στρατιωτών. Οι νικηφόρες μάχες του Κιλκίς –Λαχανά, της Δοϊράνης και της Στρώμνιτσας ήταν καθοριστικές στην τελική έκβαση του συνόλου του μακεδονικού μετώπου. Οι Βούλγαροι εγκατέλειπαν εσπευσμένα πόλεις και χωριά που είχαν καταλάβει από τον πρώτο Βαλκανικό. Ο Στρατηλάτης βασιλιάς Κωνσταντίνος και το στρατιωτικό επιτελείο του βρίσκονταν στρατοπεδευμένοι -ήδη από τις 23 Ιουνίου- στη Δοϊράνη. Στις 28 Ιουνίου 1913, πληροφορήθηκαν τηλεγραφικώς την αποχώρηση του βουλγαρικού στρατού από την πόλη των Σερρών. Έτσι το Στρατιωτικό Επιτελείο έσπευσε να ενημερώσει το Υπουργείο των Στρατιωτικών με το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Ο φρούραρχος Σερρών τηλεγραφεί ότι η πόλις κατελήφθη υπό αποσπάσματος προσκόπων. Εκηρύχθη ο στρατιωτικός νόμος. Εσχηματίσθη πολιτοφυλακή προς τήρησιν της τάξεως. Αποσπάσματα προσκόπων και πολιτοφυλάκων εξήλθον εις την ύπαιθρον χώραν, ίνα φρουρήσουν αυτήν από ενδεχόμενη επίθεση κομιτατζήδων.» Αλλά ας δούμε πως περιγράφει ο αυστριακός υποπρόξενος Σερρών την αποχώρηση των Βουλγάρων από την πόλη σε σχετικό τηλεγράφημα που έστειλε στον πρόξενο της Αυστρίας στη Θεσσαλονίκη: «Ένα βουλγαρικό απόσπασμα με τμήματα ιππικού και πεζικού κανονιοβόλησε την πόλη των Σερρών το πρωί της Παρασκευής (28 Ιουνίου 1913). Αφού έπεσαν μερικές βόμβες σε διάφορα σημεία της πόλης το πεζικό μπήκε στην πόλη. Σφάξανε πολλούς κατοίκους και πυρπόλησαν όλα τα σπίτια και τα καταστήματα της πόλης, η οποία καταστράφηκε εντελώς. Τα θύματα της σφαγής και της πυρκαγιάς είναι πολυάριθμα. Δύο χιλιάδες περίπου ψυχές μένουν χωρίς στέγη, τροφή, ρουχισμό και καταλύματα. Όλα τα αποθέματα καταστράφηκαν. Η πόλη στερείται εντελώς ζωοτροφών. Για τη φοβερή αυτή κατάσταση σας παρακαλώ να λάβετε μέρος στην αποστολή βοήθειας. Το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής οι στρατιώτες του τακτικού στρατού χτύπησαν την οικία μου μας έβγαλαν με τη βία στο δρόμο, εμένα και την οικογένειά μου, τότε ένας μεγάλος αριθμός προσώπων που προσπαθούσαν να αποφύγουν τη σφαγή και τη φωτιά ήρθαν προς εμένα. Όλα τα παιδιά και οι γυναίκες που με συνόδευαν απειλήθηκαν με θάνατο και μόνον με αντίτιμο μεγάλου ποσού λύτρων απελευθερώθηκαν. Είμαι υγιής, το σπίτι μου ήταν στο έλεος της φωτιάς και βρέθηκα με την οικογένειά μου άστεγος και άνευ ρουχισμού.». Ενώ ένα άλλο τηλεγράφημα που στάλθηκε προς τον πρόεδρο της Βουλής την 1η Ιουλίου 1913, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Πριν βάλουνε φωτιά οι Βούλγαροι λεηλάτησαν όλα τα σπίτια και τα καταστήματα, σπάζοντας τις πόρτες με τσεκούρια. Δεν υπολόγιζαν ούτε τους ξένους υπηκόους που έλπιζαν ότι θα σωθούν υψώνοντας τις εθνικές σημαίες τους. Έτσι παραβιάστηκαν οικίες του Θεμιστοκλέους Μιγάτσκου διευθυντού της Τραπέζης Αθηνών, Αυστριακού υπηκόου που κατοκούσε στο σπίτι του αυστριακού Δούρου, τα σπίτια των Αμερικανών καπνεμπόρων Χαίκτων και Μουρ, αν και είχαν ανυψώσει την αμερικάνικη σημαία, η οικία του αντιπροσώπου του καπνεμπορικού καταστήματος ‘Κομέρσιαλ’-οίκου αγγλικού, το κατάστημα Τίριγγ που ανήκε σε αυστριακό, οι καπναποθήκες ‘Αμέρικαν-Ταμπάκο’ και ‘Έρζοκ’, αυστριακού, η Μακεδονική Εταιρεία Καπνών, η Αγγλική του Μονοπωλίου Καπνών των αδελφών Εσκενάζη Αμερικανών, Κιαζημμεμίν, Ιταλού, Χασίζ Σαούρτα, Ισπανού. Επίσης κάηκαν η τράπεζα Αθηνών και Ανατολής, τα σπίτια Κ. Μαρούλη, Γερμανού υπηκόου.» Ο εμπρησμός και η λεηλασία-κατακάηκαν τα δύο τρίτα της πόλης– διήρκησε μέχρι το απόγευμα της Παρασκευής, οπότε έφθασε το σώμα των προσκόπων υπό τον Μαζαράκη. Επιτέθηκε κατά των Βουλγάρων που αυτοί δεν άργησαν να τραπούν σε φυγή. Από τους προσκόπους σκοτώθηκαν επτά και τραυματίστηκαν δέκα. Δυστυχώς, όμως, η εκδικητική μανία των Βουλγάρων δεν άφησε τίποτε όρθιο. Ευτυχώς γλύτωσαν τα γυναικόπαιδα. Την ίδια μέρα το απόγευμα μπήκε στις Σέρρες η 7η Μεραρχία υπό του Μεράρχου Σωτήλη. Η εικόνα που αντίκρυσε ήταν τρομερή. Οι Βούλγαροι, όπως και στο Κιλκίς, πριν την αναχώρησή τους έκαψαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Κυρίως τη μεγάλη ελληνική συνοικία και την ελληνική αγορά. Ο Μέραρχος έστειλε τηλεγράφημα στο στρατιωτικό επιτελείο στη Δοϊράνη ζητώντας επειγόντως βοήθεια. «Η πόλη Σερρών εκάη ολόκληρος εξαιρέσει τουρκικής και εβραϊκής συνοικίας. Αγορά εκάη επίσης. Πλήθος γυναικοπαίδων ευρέθησαν φονευμένα ή απηνθρακωμένα εντός των οικιών. Πόλις στερείται εντελώς άρτου. Απόλυτος ανάγκη ληθώσι μέτρα συντόμως προς διατροφήν πληθυσμού. Άστεγοι υπερβαίνουσι 20 χιλιάδας.» Οι Βούλγαροι πριν εγκαταλείψουν τις Σέρρες έσφαξαν εκτός από τον ιατρό Αναστάσιο Χρυσάφη, το γυμνασιάρχη Παπαπαύλου και τον διευθύνοντα του υποκαταστήματος της Τραπέζης Ανατολής, Σταμούλη. Για να δούν ‘ιδίοις όμμασι’ την καταστροφή των Σερρών, πήγαν οι πρόξενοι της Αυστρίας και της Ιταλίας. Με ανακοινώσεις τους οι δύο πρόξενοι εξέφρασαν τη φρίκη τους για ‘τα πρωτάκουστα ανοσιουργήματα’. Στις 6 Ιουλίου 1913 κατόπιν εντολής του φρουράρχου Μαζαράκη άρχισε η εκκαθάριση των ερειπίων από το κέντρο της πόλης. Όπως αναφέρεται σε εφημερίδα της εποχής πιστοποιήθηκαν ότι κάηκαν αρκετοί κάτοικοι αφού πρώτα είχαν δολοφονηθεί με ξιφολόγχη. Στη συνοικία Κατινίκια είχαν σφαγεί 28 μεταξύ αυτών ήταν και ο αυστριακός μηχανικός Αλβέρτος Πιρώ. Σημειώνεται μάλιστα πως οι συνοικίες που κάηκαν ολοσχερώς ήταν : Αγίων Παντελήμονος, Ελεούσης, Βλασίου, Ταξιαρχών, Αποστόλων, Αθανασίου, Νικολάου, Παρασκευής, Βλαχερνών, Γεωργίου, Βαρβάρας, Άντωνίου, Αναργύρων, Ευαγγελιστρίας και Φωτεινής. Από τους 23 ναούς διασώθηκαν μόνον τρεις και όλα τα χωριά κάηκαν. Όλη η αγορά κάηκε εκτός ενός μικρού τμήματος που κατασβήστηκε. Αλλά και στην Εβραϊκή συνοικία καήκαν 115 περίπου οικίες. Η εβραϊκή σχολή και η συναγωγή ανατινάχτηκαν με δυναμίτη. Από τις τουρκικές οικίες μόνον δύο κάηκαν. Ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο είναι καταχωρημένο στην εφημερίδα ‘Εμπρός’ της 5ης Ιουλίου 1913. Στο δημοσίευμα σημειώνεται πως έγινε εκδήλωση στο τζαμί Εσκή, όπου είχε μετατραπεί από τους Βουλγάρους σε εκκλησία. Με την απελευθέρωση της πόλης αποδόθηκε πάλι στους μουσουλμάνους, όπου έγινε ειδική εκδήλωση για το σκοπό αυτόν. Στην εκδήλωση παρεβρίσκονταν οι πρόξενοι της Αυστρίας και της Ιταλίας, οι πολεμικοί ανταποκριτές Μαγκρίνι και Φέρμαν ο δήμαρχος των Σερρών Αδήλ Βέης, Έλληνες πρόκριτοι και πολλοί άλλοι. Εκεί ο φρούραρχος της πόλης των Σερρών Μαζαράκης κήρυξε την απελευθέρωση της. Είπε συγκεκριμένα ο Φρούρχος: «Εν ονόματι της Α. Μεγαλειότητος του Βασιλέως Κωνσταντίνου και του νικηφόρου στρατού κηρύσσω την απελευθέρωσιν της αγαπητής πόλεως των Σερρών τόσον σκληρώς δοκιμασθείσης υπό βαρβάρου εχθρού. Η ελληνική Κυβέρνησις θα απονείμει τοις πάσι δικαιοσύνην, ουδεμίαν διάκρισιν ποιούσα μεταξύ φυλής, θρησκεύματος, εθνικότητος.» Τις πρώτες μέρες η κατάσταση ήταν δραματική. Ο μητροπολίτης Σερρών με το Φρούραρχο Μαζαράκη έστειλαν τηλεγράφημα σε σύλλογο της Αθήνα με την επωνυμία ‘Επιτροπή Κυριών’ και ζήτησαν ρουχισμό για τις χιλιάδες των αστέγων. Το τηλεγράφημα έλεγε τα εξής: «Ανάγκη έλθη Σέρρας, επιτροπή κυριών μετά ενδυμάτων, τροφίμων και δια νοσοκομεία». H αποστολή ρουχισμού και τροφίμων από τον πιο πάνω σύλλογο ήταν άμεση.