Μικρή Αναδρομή στα Παλαιά (δεκαετία του 50)

Γράφει ο :Αθαν. Δημ. Ιλαρίδης

Ταξ/χος (ιπτάμενος) ε.α.

Πολεμικής Αεροπορίας

Εκείνο το πρωινό ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά πάνω από τον ορίζοντα ενώ συνεχίζαμε το μάζεμα των καπνόφυλλων, τά οποία από λεπτό σε λεπτό γινόταν ποιό μαραμένα ποιό ζεστά και δύσχρηστα ,χάνοντας την πρωινή τους δροσερή ικμάδα. Οι ακτίνες μας κτυπούσαν ολοένα και ποιό θερμές προειδοποιώντας μας ότι η περαιτέρω παραμονή στο χωράφι ήταν απαγορευτική και η αναχώρηση για το σπίτι επιβεβλημένη. Με την  κούραση από το εξουθενωτικό πολύωρο σκύψιμο και την θερμοκρασία ανεβασμένη δεν είχαμε άλλη επιλογή . Η κούραση, η ζέστη, η έλλειψη ύπνου αποτυπώνονταν στα

ιδρωμένα και σκυρόδερμα πρόσωπα των ανδρών, ενώ συγκινητική και αναγκαία ήταν η προσπάθεια των γυναικών να αποφύγουν το μαύρισμα τού λευκού τους προσώπου, σε πλήρη αντίθεση με την σημερινή γυναικεία επιδίωξη . Φορούσαν συνεχώς τις άσπρες μαντήλες στο κεφάλι . Ο δρόμος επιστροφής από το χωράφι εκείνο περνούσε υποχρεωτικά μπροστά από την περιβόητη βρύση τού ¨´Τρανού λάκού´´, πού με ´τις τέσσερις αν θυμάμαι καλά δεξαμενές (κουρίτες) εξυπηρετούσαν τις αυξημένες υδροληπτικές ανάγκες ενός μεγάλου μέρους τού Νιγριτινού κάμπου πού απλωνόταν γύρω από αυτό το θείο δώρο της αστείρευτης πηγής. Οι άνθρωποι σταματούσαν για να ξεδιψάσουν με το καθάριο δροσερό νερό, να γεμίσουν και καμιά στάμνα για το σπίτι.

Παράλληλα τα ζώα ξεδιψούσαν και αυτά εκμεταλλευόμενα την υποχρεωτική σχεδόν στάση των αφεντικών . Μόλις φθάσαμε στο σπίτι και ξεφορτώθηκαν τα κοφίνια τού καπνού αμέσως χωρίς χρονοτριβή με τον φίλο και συμμαθητή Γιώργο ξεκινήσαμε με τρία γαϊδουράκια για το κοντινό βουνό για να κόψουμε και να φέρουμε ξύλα απαραίτητα για τον χειμώνα .

Αυτή η δραστηριότητα συνηθιζόταν από τούς νέους σαν εμάς ,περισσότερο για να αποφύγουμε το ανιαρό και καθόλου ευχάριστο πέρασμα του καπνού (μπουρλιασμα).

Με γρήγορο βάδισμα μέσω τού χωμάτινου και πότε  κακοτράχαλου μονοπατιού ανηφορίσαμε προς το μέρος πού κατά την εκτίμησή μας θα υπήρχαν άφθονα ξύλα. Πράγματι μετά από δύο περίπου ώρες ,φθάσαμε στον προορισμό μας, πού ήταν μία πυκνοδενδρόφυτη χαράδρα δύο με τρία περίπου χιλιόμετρα ποιό πάνω από τον αποξηραμένο λόγω εποχής ποταμό (Γκουλιαμαράκα).

Δέσαμε τα ζώα στις παρυφές της χαράδρας και κατηφορίσαμε προς τα κάτω με καλά για την περίπτωση, ακονισμένα τσεκούρια. Πράγματι υπήρχαν αρκετά ξύλα ξερά αλλά και κατάλληλα χλωρά . Με δύναμη και ενθουσιασμό, στοιχεία πού χαρακτηρίζουν τον νέο άνθρωπο, αρχίσαμε το κόψιμο των ξύλων και την δημιουργία (στοίβαγμα) σε σωρούς, τόσους όσους απαιτούνταν για να συμπληρωθούν τα τρία φορτία.

Ό ήλιος μεσουρανούσε και η ζέστη συνοδευόμενη και από την βουνίσια καθηλωτική άπνοια προϊδέαζε την καυτή ατμόσφαιρα πού θα επακολουθούσε τις επόμενες ώρες. Στο σημείο αυτό καθίσαμε να πάρουμε μια ανάσα και να τσιμπολογήσουμε ότι είχαμε φέρει, τυλιγμένα σε πετσέτα . Λίγο ζυμωτό ψωμί, ελιές, δύο τρείς ντομάτες και λίγα παστά λιμνήσια ψάρια (λιπαρές) αρκετά νόστιμα αλλά και πολύ αλμυρά. Αφού κολατσίσαμε, σηκώθηκα να φέρω νερό από την πηγή πού γνωρίζαμε ότι υπήρχε σε απόσταση εκατό περίπου μέτρων. Έμεινα άφωνος στη θέα της αποξηραμένης πηγής, γεγονός πού δεν είχαμε υπολογίσει με αποτέλεσμα να μην φέρουμε το τόσο αναγκαίο για την περίπτωση πόσιμο νερό .Ή αρχική έκπληξη γρήγορα μετατράπηκε σε αγωνία και άγχος καθ´ ότι ή δίψα ,φυσικό επακόλουθο της βασανιστικής ζέστης και της αλμύρας τού παστού, ήδη μάς δημιουργούσε δυσάρεστη και βασανιστική αίσθηση. Με μεγάλη προσπάθεια ,επιστρατεύοντας και όσο κουράγιο μπορούσαμε, ανεβάσαμε τα ξύλα

από την χαράδρα, φορτώσαμε τα ζώα, και πήραμε κουρασμένοι κυρίως διψασμένοι το δρόμο της επιστροφής. Μπροστά τα ζώα και πίσω εμείς, στην αρχή με σταθερό βήμα, στη συνέχεια όμως με τον ιδρώτα να λούζει όλο το σώμα και τη δίψα να στεγνώνει το στόμα, τό βάδισμα

έμοιαζε περισσότερο με τρίκλισμα, Λες και είχαμε καταναλώσει ένα μπουκάλι τσίπουρο.

Κοίταξα το φίλο μου και διαπίστωσα ότι στο στόμα του, διαγραφόταν ένας λευκός κύκλος στεγνού αφρού. Το ίδιο φυσικά ένιωθα και στο δικό μου στόμα. Στιγμές στιγμές νιώθαμε ότι θα λιποθυμούσαμε . Τελικά βρίσκαμε τη λύση για να αντιμετωπίσουμε τη μειωμένη σωματική δύναμη . Πιαστήκαμε γερά με όση δύναμη μάς απέμεινε από το πίσω μέρος του σαμαριού  των ζώων και σερνόμενοι σχεδόν διασχίζοντας το κακοτράχαλο κατηφορικό μονοπάτι  φθάσαμε στον πρώτο πριν τό χωριό ξεροπόταμο (λαγάτρι). Στο σημείο αυτό και σε μικρή από εκεί απόσταση ,φάνηκε ένα μικρό  ρυάκι νερού να βγαίνει μέσα από πυκνό θάμνο . Μια μικρή  πηγή με καθαρό νερό σαν από μηχανής θεός βρέθηκε να μάς γλυτώσει από το μαρτύριο της

πολύωρης δίψας. Γονατίσαμε μπροστά στη μικρή λακκούβα με το καθαρό νερό , το κοιτούσαμε για αρκετά λεπτά , μην πιστεύοντας τα μάτια μας ότι μπροστά τους βρισκόταν  αυτό το τόσο πολύτιμο και ζωογόνο της φύσεως δώρο. Έτσι τελείωσε αισίως η περιπέτεια εκείνη ,ή καλοκαιρινή αυγουστιάτικη ταλαιπωρία πού ευτυχώς δεν είχε κάποια άλλη χειρότερη κατάληξη.

Τα ανωτέρω αποτελούν βίωμα ανεξίτηλα χαραγμένο μέχρι σήμερα στο μυαλό μου και μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια του.

Εάν κατόρθωσα να συνεγείρω συνειρμούς μνήμης για τούς παλαιότερους, είναι καλό.

Εάν κατόρθωσα να μεταφέρω στους νεότερους γνώσεις και εικόνες για να μαθαίνουν είναι ακόμη καλύτερο.

 

Με εκτίμηση 

Αθανάσιος Δημ. Ιλαρίδης