Μικρή Αναδρομή στα Παλαιά

Γράφει ο :Αθαν. Δημ. Ιλαρίδης

Ταξ/χος (ιπτάμενος) ε.α.

Πολεμικής Αεροπορίας

 

Με την θερμοκρασία περιβάλλοντος νά σκαρφαλώνει τήν περασμένη εβδομάδα στους 38 και 39 βαθμούς ,άθελα μου η σκέψη πού βρισκόταν παραδόξως σε κατάσταση εύκρατης ηρεμίας, δραπέτευσε, γυρίζοντας πίσω τον χρόνο, στην προσφιλή περίοδο της δεκαετίας τού 50 και στην γενέτειρά μου μικρή Μακεδονική πόλη Νιγρίτα .

Την χαρακτηρίζω. προσφιλή κάθ όσον η ζοφερή διπλή πολεμική σύρραξη μόλις είχε τελειώσει και μαζί μέ την εκκίνηση της ηλικιακής μου εφηβείας όπως και για όλους τούς συνομηλίκους μου , αναδυόταν ένα διαφορετικό , σίγουρα όμως αισιόδοξο αύριο. Έτσι θά μπορούσα μέσα στο ήρεμο και ειρηνικό διαγραφόμενο κλίμα, να δρέψω ευχάριστες στιγμές και χαρές πού συνάδουν απόλυτα με την εφηβεία τού ανθρώπου και φυσικά  με όσα η μικρή και πληγωμένη ακόμη κοινωνία θα μπορούσε να προσφέρει. Η πρώιμη για τα εποχικά δεδομένα ζέστη ,εστίασε το μυαλό μου στους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, πού τα χρόνια εκείνα οι καιρικές  συνθήκες επαναλαμβανόταν σχεδόν με ίδια και ισορροπημένα φαινόμενα ανάλογα με την εποχή τού έτους, χωρίς τις  σημερινές απρόβλεπτες κλιματικές εναλλαγές και βίαιες καιρικές εξάρσεις . Ιούλιος. Αύγουστος οι ποιό ζεστοί μήνες τού έτους με τον υδράργυρο στην καπνοπαραγωγική μας κωμόπολη , να φθάνει καθημερινά στούς39 με 40 βαθμούς.

Οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους , χωμένοι κυριολεκτικά μέσα στα περισσότερο δροσερά μέρη τού σπιτιού τους η όσοι είχαν αγροτικούς οικίσκους (μαγαζάδες) να περνάνε (μπουρλιασμα) στις ειδικές βελόνες , ένα ένα. τα καπνόφυλλα πού μάζεψαν (σπάσιμο) τις  πρωινές δροσερές ώρες από τά καπνοχώραφα, πριν ακόμα ψηλώνοντας ο ήλιος ,ρίξει τις  υπέρθερμές του ακτίνες ,πού μέσα στον σχεδόν άδενδρο κάμπο ,κυριολεκτικά έκοβαν  τήν ανάσα. Τό μάζεμα τού καπνού έπρεπε να γίνει τις άμεσα μεταμεσονύκτιες ώρες διότι μέ τήν υπερβολική ζέστη τα φύλλα μαραινόταν και το λεγόμενο σπάσιμο ήταν πολύ δύσκολο έως αδύνατο .

Έτσι οί άνθρωποι ήταν υποχρεωμένοι καθημερινά να σηκώνονται στις μία  η τό πολύ στις δύο το πρωί για τό ξεκίνημα. Φυσικά δεν υπήρχαν τότε ούτε τρακτέρ ούτε άλλα βοηθητικά μηχανήματα όπως σήμερα. Όλα γινόταν με τα γερά και ροζιασμένα ανθρώπινα χέρια και με την ελκτική δύναμη και την φορτωτική αντοχή των απαραίτητων και τόσο χρήσιμων τετραπόδων.

Την ώρα εκείνη όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Ένα έντονο παράξενο βουητό ξεχύνονταν, από άκρη σε άκρη, από γειτονιά σε γειτονιά . Ή κλαγκή των σιδερένιων τροχών (Κάρα), και τα ποδοβολητά των αλόγων πάνω στους λιθόστρωτους δρόμους (καλντερίμια), συναντούσαν τις ιαχές και τίς παραινετικές κραυγές των ανθρώπων προς τά ιπποζύγια ,συνθέτοντας ένα μίγμα ιδιότυπου και συνάμα γραφικού πριν την αυγή ,πανηγυριού. Εάν κάποιος δεν έχει βιώσει εκείνες τις απλές για πολλούς, αλλά  μοναδικές εικόνες ,είναι δύσκολο ,όσο εύστοχες κι αν είναι οι περιγραφές να καταλάβει την ιδιόμορφη μεταξύ τού τέλους της νύχτας και της χαραυγής την γεωργική καπνική Τελετουργία.

Ή επιστροφή όπως προείπα μέ τα φορτία τού καπνού´ (κοφίνια )γινόταν μέχρι τις εννέα το πολύ στις δέκα η ώρα, για να αρχίσει η δεύτερη επεξεργαστική φάση τού  περάσματος των φύλλων στις βελόνες. Στη συνέχεια οι βελόνες περνούσαν με σπάγγο σε ειδικά ξύλινα κοντάρια (σαρίκια) για να καταλήξουν στις λιάστρες , με τον ευεργετικό ήλιο να αναλαμβάνει για μερικές ημέρες την αποξήρανση των φύλλων. Στη συνέχεια θα μετασχηματιστούν σε αρμάθες (σαντάλια) τα οποία θα κρεμαστούν ευθυγραμμισμένα σε καλάστεγασμένους χώρους ,συνήθως στις οροφές. Μέ αυτόν τον σχολαστικά απαραβίαστο ρυθμό

και μονότονο ,περνούσαν οι καλοκαιρινές ημέρες τότε των παραγωγών . Πολύ δουλειά, λίγος ύπνος και μία συνεχή προσπάθεια ώστε ο καπνός πού είχε τη σωστή ανάπτυξη στο χωράφι να μαζευτεί έγκαιρα και σωστά , με στόχο την όσο το δυνατόν καλύτερη ποιότητα και κατ επέκταση καλύτερη οικονομική απόδοση. Όμως παρ όλη την εν γένει αγχωτική  καθημερινότητα δεν παρέλειπε να αφιερώνει λίγο χρόνο για τον εαυτό του και την οικογένεια. Η εορταστική περίοδος των Αγίων Αποστόλων αποτελούσε μία θαυμάσια ευκαιρία για ολιγοήμερες διακοπές . Ξεκινούσαν με τα Κάρα (άμαξες) μαζί με όλη τη οικογένεια για μερικά θαλάσσια μπάνια στις παρθένες και πεντακάθαρες τότε ακρογιαλιές τού τσάγεζι καί τού λουγκάρι ,στήνοντας τις αυτοσχέδιες σκηνές δίπλα στο κύμα , με τα πολύ γερά καπνόπανα πού όλοι διέθεταν. Μία πολύτιμη ζωτική ανάσα , ένα ξελαμπίρισμα ψυχής και μυαλού ,μία απαραίτητη χαλάρωση τού ταλαιπωρημένου και σκληρά δουλεμένου κορμιού.

Με το τέλος αυτής της ανάπαυλας και την επιστροφή στα πάτρια ,άρχιζε και πάλι η σκληρή  ρουτίνα της καθημερινότητας , με μεγαλύτερη όμως ψυχική δύναμη ,πού ενδόμυχα νιώθει ο άνθρωπος μετά από έστω και ολιγοήμερη χαλάρωση αισθήσεων και νεύρων. Μέσα σε εκείνο το μόνιμο ενδο-οικιακό και παραδοσιακό θα έλεγα εργασιακό πεδίο, δεν έλειπαν και τα ευτράπελα στιγμιότυπα πού λίγο η πολύ διασκέδασαν τούς ανθρώπους. Θυμάμαι ένα από αυτά με πρωταγωνιστή τον γείτονα κυρ..Βασίλη ,ο οποίος ένα μεσημέρι ιδιαίτερα ζεστό βγήκε έξω καί μέ δυνατή φωνή πληροφορούσε γιά δήθεν βροχή, λέγοντας στήν Νιγριτινή τοπολαλιά ´

´Ει ψυχαλίζ τά σαρίκια ´´ σάν ελατήρια ,

μισοκοιμισμένοι από τό μπούρλιασμα (πέρασμα) καί τή ζέστη πεταχθήκαμε έξω ,για να διαπιστώσουμε τό χωρατό τού κυρ. Βασιλη

Που χαμογελούσε ικανοποιημένος κάτω από τά μουστάκια. Αυτό το αστείο συνεχίσθηκε για μια η δύο φορές ακόμη. Στην τέταρτη όμως ,αν θυμάμαι καλά ,η ψιχάλα ήταν πραγματική  και στό κάλεσμα τού κυρ. Βασίλη, οί περισσότεροι δεν βγήκαν, μέ αποτέλεσμα τα καπνά πού ήταν μισοξηραμένα να πάθουν σημαντική ζημιά. Τελικά ό κύρ .Βασίλης γλύτωσε τή  σοδιά του ,όμως δεν γλύτωσε από τό κυνήγι ,τις βρισιές και τις συνηθισμένες κατάρες των γειτόνων. Με την ελπίδα ότι ή άρθρογραφική μου μετριότητα, άνοιξε μία μικρή αυλαία μνήμης για τους μεγαλύτερους ώστε να θυμηθούν ,τής νιότης τους τήν κοινωνία καί τά δρώμενα της πόλης μας και για τούς νεώτερους πού δεν γνωρίζουν να μάθουν μερικά πράγματα για την εποχή που έζησαν και δραστηριοποιήθηκαν οί προ καί προπροπαπουδες τους.

 

Διατελώ μέ εκτίμηση 

Αθανάσιος Δημ.Ιλαρίδης