Ανθοκήπιον τέχνης του λόγου

«Και να πάλι που του ’ριξε το ίδιο πλάγιο βλέμμα, τώρα μόλις, λίγο πριν βγει από την κάμαρα.

Έτσι όπως εχτές, όπως τις τελευταίες τούτες μέρες, την ώρα που τον θαρρούσε σκυμμένο στο βιβλίο, τον ξανακοίταξε και τώρα και φαινότανε συλλογισμένο το μέτωπό της και πικραμένο το χείλι της.

Όλα τα φερσίματά της εδώ και μέρες (από την περασμένη Τρίτη) γίνηκαν τόσο ευγενικά που δεν αναγνώριζε πια τη γυναίκα του. Έγινε πιο στοργική μαζί του, έβαζε απαλά το χέρι της στον ώμο του και τον κοίταζε αμίλητη και γρήγορα κατέβαζε τα μάτια. Μα το στόμα της, χωρίς ν’ ανοίγει, πρόδινε το μυστικό παράπονό της. Κι ο καθηγητής Αντρέας Λιάρος, που θα ’κανε το καθετί για να ευχαριστήσει τη γυναίκα του, το ’βλεπε πως δεν μπορούσε (όσο κι αν το ’θελε) ν’ αλλάξει τώρα στα τριάντα πέντε του και να γίνει άλλος άνθρωπος.

Ανοιξιάτικο πρωί, μα χωρίς άνοιξη στις καρδιές. Μαύρα πανιά στη χώρα μας. Οι Γερμανοί, δυο χρόνια τώρα πατάνε το χώμα μας, τα στήθια μας. Μπήκανε νικητές κι είδανε σαστισμένοι πως δεν είχανε νικήσει. Και βάλθηκαν με τα μπαρούτια και τα σίδερα να κερδίσουν τις λεύτερες ψυχές. Και φούντωνε ο αγώνας για τη λευτεριά. Από ’δώ όλοι όσοι νιώθουν κάτι να χτυπάει στο στήθος τους, κι από ’κεί… μα είναι τόσο λίγοι.

Ο ήλιος που ξεμύτισε απ’ το αντικρινό βουνό έφτασε κιόλας στο τραπέζι του Αντρέα Λιάρου κι έφερε μια παρηγόρια στην καρδιά του και σαν ξαστεριά στο νου του. Μα μόνο για λίγο. Γρήγορα το βλέμμα του ξανάγινε λυπημένο. Και παραμερίζοντας το βιβλίο, έπεσε πάλι στις ίδιες σκέψεις, ψάχνοντας κι αυτή τη φορά να βρει το φταίχτη. Και μπλέχτηκε σε σωρό συλλογισμούς. Σε σωρό ιστορίες. Τα ’λεγε στον εαυτό του, στη γυναίκα του και σε κάποιον ξένο που θαρρούσε πως έχει μπροστά του.

– … Η γυναίκα μου δεν ξέρει τον κίντυνο, η γυναίκα μου δεν έχει φαντασία. Η παλικαριά στολίζει τον αφιλοσόφητο άνθρωπο ή τον ολότελα άξεστο. Άμα μπορείς, όπως εγώ, να ζήσεις δευτερόλεφτο με δευτερόλεφτο όλη την αγωνία του θανάτου. Άμα μπορείς να δεις τον ίδιο εσένα στημένο σ’ έναν τοίχο, πριν σου τρυπήσουν οι σφαίρες το στήθος. Άμα γεννοβολάει το κεφάλι σου και κάθεσαι τις νύχτες ολομόναχος κι ακούς να σου χτυπάνε την πόρτα και βλέπεις να γεμίζει το σκοτάδι της κάμαρας με πράσινα μάτια… Τότε μονάχα καταλαβαίνεις τα μεγάλα δώρα: Να ζεις έξω από τη φυλακή, μακριά από τα φριχτά βασανιστήρια. Να μπορείς να χαρείς λίγο περίπατο μόλις αρχίζει να σουρουπώνει και πριν ακόμα βγούνε στο κυνήγι τα παιδιά της «Ασφάλειας». Να μπορείς να φιλήσεις τη γυναίκα σου, έστω κι αν κάποτε η καρδιά σου πάει να σπάσει, γιατί λαχαίνει κι ακούς βαριά βήματα έξω απ’ το παράθυρό σου.

Αν τα νιώσεις όλα τούτα όπως εγώ, θα γίνεις σίγουρα ένας ήσυχος, ένας καλός άνθρωπος που κάνει το καθετί, για να μην καταλάβει κανένας τις ιδέες του και που ποθεί τούτες τις μέρες της οργής να μην τις είχε». […]

Ε. Κορφιάτη, Ένα ποντίκι με ιδέες

Περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», 1946.