Η στολή που του δώσανε να φοράει ήτανε φαρδιά πάνω του. Όσο εκείνος αδυνάτιζε, μέρα με τη μέρα, η στολή φάρδαινε και βάραινε λες κι αυτό το σκληρό ύφασμα, στο χρώμα του νταγκωμένου λαδιού, να ‘χε κακία. Να το ‘βαλε πείσμα να τον αφανίσει μέσα του.
Τα άρβυλα ήταν δυο νούμερα μεγαλύτερα κι ήτανε πρόσθετος κόπος να τα σέρνει με τα πόδια του.
Μετά από ώρες κι ώρες πορεία άρχισε να αισθάνεται πως, πόλεμος θα πει να περπατάς συνεχώς, ξεθεωμένος σαν δυστυχισμένο ζώο που εντολή έχεις να σπρώχνεις δυο τεράστιες αρβύλες από σίδερο στον αιώνα τον άπαντα.
Προχωρούσανε και προχωρούσανε προς τον Βορρά.
Νύχτα οδοιπορούσανε και κοιμόντουσαν μέρα για να μη δώσουνε σημάδι στον εχθρό. Σε βουβές διμοιρίες πηγαίνανε που μοναδικός ήχος τους μές στο βαθύ σκοτάδι ήταν ο πνιχτός χτύπος των ποδιών πάνω στο χώμα, στις πέτρες, στ’ αγριόχορτα. Κάτι σα γενικό σούρσιμο το πιο πολύ, γιγάντιου, μαύρου ερπετού με πλήθος σπονδύλους. Ένας σπόνδυλος ερπετού ήταν κι εκείνος. Έσπρωχνε τις σατανικές αρβύλες και σήκωνε τον ασήκωτο γυλιό με τα χρειαζούμενα για πόλεμο στην πλάτη.
Τόση και τόση Ελλάδα διασχίσανε χωρίς να τη γνωρίσουν, χωρίς ούτε να τη δούνε. Μονάχα κάτω απ’ τις χοντρές σόλες τη μάθανε, σαν αντίσταση γης, σαν απάνθρωπο μόχθο, σαν ανηφόρα ή σαν κατηφόρα μέσα στο πηχτό σκοτάδι που τους καλύπτει. Κλωτσώντας πέτρες, βουλιάζοντας σε λάσπες, σκοντάφτοντας σε βούρλα και προχωρώντας βουβά και τυφλά.
Έτσι την περπατήσανε την Ελλάδα που είχαν ακούσει κι είχαν αποστηθίσει στο μάθημα της άχαρης Γεωγραφίας του σχολειού. Έτσι και τραβούσανε προς τον Βορρά για να την υπερασπίσουν μέχρι θανάτου.
Όλο προς τον Βορρά. Σαν γητεμένοι από πυξίδες αλλόκοτες». […]
Μάρως Βαμβουνάκη, Τα κλειστά μάτια,
Εκδόσεις Φιλιππότη, 1993, σελ. 50-51.