Του Δημήτρη Θ. Ζάχου
Οι επερχόμενες εκλογές του Νοεμβρίου για τα όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν ιδιαίτερη σημασία, τόσο για την –κατά κοινή πλέον διαπίστωση- καθαρά πολιτική τους βαρύτητα, όσο και για το νέο μοντέλο «τοπικής αυτοδιοίκησης» που εγκαινιάζουν Έτσι, το εκλογικό σώμα καλείται πρώτα και κύρια να κρίνει την πολιτική που ακολουθήθηκε τον τελευταίο χρόνο και την –διαφαινόμενη- ανάλογη συνέχειά της και κατά δεύτερο λόγο να αξιολογήσει τα προγράμματα, τις προτάσεις & τη δημόσια εικόνα των υποψηφίων. Εντούτοις, ενώ για τις περιφερειακές εκλογές η διαπίστωση αυτή ανάγεται σε αξίωμα, στις τοπικές εκλογές, τα σχήματα & η ένταξη ορισμένων προσώπων σε διαφορετικούς από τους αναμενόμενους συνδυασμούς θέτουν σε μερική αμφισβήτηση την ισχύ της. Είναι όμως έτσι;
Μια πρώτη παρατήρηση σχετικά με τις επερχόμενες εκλογές έχει να κάνει με το γεγονός ότι σηματοδοτούν μια σειρά από αλλαγές, τόσο στη μορφή της αντιπροσώπευσης, όσο και στις αρμοδιότητες, στη δομή και στη λειτουργία της διοίκησης. Έτσι, για μεγάλο μέρος του πληθυσμού των νέων δήμων, η άμεση σχέση με το δήμαρχο & με τη μεγάλη πλειοψηφία των δημοτικών συμβούλων ίσως ν’ αποτελέσει παρελθόν. Παράλληλα, φαίνεται να μεταβάλλεται και ο μέχρι τώρα καθιερωμένος τρόπος ανάδειξης των υποψηφίων, μια που είναι πιθανόν να ενισχυθούν εκείνα τα πρόσωπα που θα τυγχάνουν προβολής από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης & από τους κατόχους τους, όπως και αυτά που θα έχουν κομματική στήριξη. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι με τις νέες ρυθμίσεις καθίσταται δυσκολότερη η κατάρτιση ψηφοδελτίου, αφού δεν είναι μικρός ο αριθμός των υποψηφίων που απαιτούνται για τη συγκρότησή του, ενώ αυξάνει και το οικονομικό κόστος για τους/τις υποψηφίους, οι οποίοι/ες έχουν να καλύψουν μια αρκετά μεγαλύτερη περιφέρεια (εδώ θα πρέπει να συνυπολογιστεί και το διόλου ευκαταφρόνητο παράβολο για τη υποβολή της υποψηφιότητας).
Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά στο πλαίσιο, μέσα στο οποίο διεξάγονται οι εκλογές: Οι πρωτοβάθμιοι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης «προικοδοτούνται» με πολλές επιπλέον αρμοδιότητες (όπως πολεοδομικές ρυθμίσεις, υγεία-πρόνοια, ανέγερση σχολείων, αδειοδοτήσεις τοπικών οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, ένταξη των μεταναστών και καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, δημιουργία του e-ΚΕΠ).
Οι πόροι των δήμων θα προέρχονται από φόρο εισοδήματος (20%), από το ΦΠΑ (12%), από τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (50%) και από το ΕΣΠΑ. Η σύνδεση της χρηματοδότησης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με το ΦΠΑ εγείρει ζήτημα σχετικά με την εμπλοκή των δήμων στο κυνήγι των φόρων, κάτι που πιθανόν να επιφέρει ρήξεις στις σχέσεις δήμου & μιας μερίδας -τουλάχιστο- δημοτών. Ρήξη όμως με τη μεγάλη πλειοψηφία των δημοτών θα επιφέρει και τυχόν αύξηση της τοπικής φορολογίας & ενίσχυση της λεγόμενης ανταποδοτικότητας των υπηρεσιών. Για να γίνει αυτό καλύτερα αντιληπτό, θα ήταν χρήσιμο στον αναγνώστη & στην αναγνώστρια αυτού του σημειώματος να προστρέξει στο παράδειγμα των παιδικών σταθμών, των οποίων η μεταβίβαση στους δήμους οδήγησε στη χειροτέρευσή τους, αφού στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι τοπικές εξουσίες κατάργησαν τη δωρεάν φοίτηση και αύξησαν τον αριθμό των παιδιών που φοιτούν σε μία τάξη (σε ακραίες περιπτώσεις, όπως του δήμου Σερρών, οι παιδικοί σταθμοί έκλεισαν). Αν το παράδειγμα αυτό είναι ενδεικτικό του τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει, τότε είναι πολύ πιθανόν αρκετοί δήμοι να οδηγηθούν: Πρώτον, στην κατάργηση μιας σειράς παροχών όπως η δωρεάν παιδεία (δίδακτρα στα σχολεία) και οι δωρεάν κοινωνικές (λειτουργία ΚΑΠΙ, βοήθεια στο σπίτι) & πολιτιστικές δραστηριότητες. Δεύτερον, στη μετάβαση μεγάλου μέρους των αρμοδιοτήτων τους σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, η οποία πιθανότατα θα συνοδεύεται είτε από την επιβολή ανταποδοτικών τελών είτε από την αύξηση της τοπικής φορολογίας.
Επομένως καθίσταται σαφές ότι οι συνδυασμοί που φιλοδοξούν να πάρουν την ψήφο μας θα πρέπει να τοποθετούν με σαφήνεια πάνω στο ζήτημα της διαχείρισης των πόρων, έτσι ώστε το εκλογικό σώμα να γνωρίζει τι δεσμεύονται να κάνουν. Γιατί άλλο πράγμα είναι η διάθεση των όποιων πόρων για κοινωνικούς σκοπούς και άλλο για αχρείαστα έργα βιτρίνας.
Επίσης, θέση θα πρέπει να πάρουν οι υποψήφιοι/ες και πάνω στο ζήτημα του χρέους του δήμου (αφού πρώτα μας γνωστοποιήσουν το ακριβές ύψος του) & πως θα το διαχειριστούν. (Με τις δεσμεύσεις που προκύπτουν απ’ το μνημόνιο, σ’ ότι αφορά στη δανειοδότηση των χρεωμένων δήμων, το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης της δημόσιας πίστης κάθε Δήμου δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 20% των ετήσιων τακτικών του εσόδων, ενώ το συνολικό χρέος του Δήμου που προβαίνει σε δανεισμό δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα συνολικά του έσοδα).
Με βάση λοιπόν τα οικονομικά του δήμου, τα οποία οφείλουν να γνωρίζουν οι υποφήφιοι/ες, θα ήταν χρήσιμο να μας πληροφορήσουν εάν & κατά πόσο υφίσταται ζήτημα υπαγωγής του Δήμου Βισαλτίας στο «Ειδικό Πρόγραμμα Εξυγίανσης» και τι αυτό συνεπάγεται.
Η ξεκάθαρη απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, τα οποία κατά τη γνώμη του υπογράφοντος είναι κρίσιμα για τον τόπο, για τους/τις κατοίκους και το μέλλον τους, θα δείξει με σαφή τρόπο ποιους στοχεύει να εξυπηρετήσει, τι επιλογές & προτεραιότητες θέτει και τελικά ποιες πολιτικές υιοθετεί ο κάθε συνδυασμός.
(Τη στιγμή που ολοκληρώθηκαν αυτές οι σκέψεις η ύλη της εφημερίδας της 29/10/2010 είχε ήδη κλείσει και έτσι οι υποψήφιοι/ες δεν θα έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν γραπτώς σ’ αυτές. Εντούτοις, τα ερωτήματα που υποβάλλονται εδώ μπορούν να απαντηθούν δια ζώσης ή μέσω διαδικτύου, αλλά και μέσω της εφημερίδας από τους δύο συνδυασμούς που θα διεκδικήσουν την δεύτερη Κυριακή το δήμο).