100 ΧΡΌΝΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΥ ΣΚΟΥΤΑΡΕΩΣ

Βασίλειος Γιαννογλούδης,

αντιπρόεδρος της Ε.Μ.Ε.Ι.Σ.

και ιστορικός ερευνητής

Τον Αύγουστο του 1924 στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών που καθόριζε η συνθήκη της Λοζάνης, που συνομολογήθηκε ανάμεσα στις νικήτριες δυνάμεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την Τουρκία, οι κάτοικοι του χωριού Σκούταρι της επαρχίας Αδριανουπόλεως (σήμερα Στιτ), αποφάσισαν την ομαδική μετακίνησή τους στην περιοχή της Μακεδονίας. Αν και το χωριό δεν ήταν υπό την δικαιοδοσία της Τουρκίας, αφού είχε παραχωρηθεί με την Τουρκο-βουλγαρική συνθήκη του Pless το 1915 στην Βουλγαρία και άρα δεν υπήρχε υποχρέωση σύμφωνα με τη συνθήκη της Λοζάνης μετακίνησής τους, οι προύχοντες του χωριού βλέποντας την ομογένεια των γύρω περιοχών της Θράκης να εγκαταλείπουν την γενέτειρα περιοχή τους και αισθανόμενοι την πίεση απομάκρυνσης από τη βουλγαρική πλευρά, ακολούθησαν τον ευρύ εκπατρισμό της ελληνικής ομογένειας.

Αφού φόρτωσαν τον οικιακό εξοπλισμό τους σε βοϊδόκαρα, το δρομολόγιο της πορεία τους ήταν: Από το χωριό, προς Αδριανούπολη, πέρασαν την γέφυρα του Έβρου και κατευθύνθηκαν στην Αλεξανδρούπολη. Εκεί παράτησαν τα κάρα και τις αγελάδες, επιβιβάστηκαν σε τραίνο και τελικά αποβιβάστηκαν στο Σιδ. Σταθμό Σερρών. Έπειτα από διαβουλεύσεις με τους υπευθύνους του Γραφείου Εποικισμού Σερρών εγκαταστάθηκαν στις 6 Οκτωβρίου 1924 στο χωριό  Κισπεκή, που αποτελούσε τσιφλίκι του Οθωμανού γαιοκτήμονα Χατζή Ταχήρ Μπέη και βρισκόταν 8 περίπου χιλιόμετρα νότια των Σερρών.

Το μέρος ήταν ανθυγιεινό γιατί ο Στρυμόνας με τις συνεχείς πλημμύρες και τις αλλαγές της κοίτης του δημιουργούσε λασπότοπους και έλη, με αποτέλεσμα την μετάδοση της ελονοσίας. Επίσης τα στάσιμα νερά σε συνδυασμό με τις εποχιακές πλημμύρες του ποταμού κατέκλυζαν όχι μόνο τις σπαρμένες εκτάσεις, απαραίτητες για τη διατροφή τους, αλλά εισχωρούσαν και σε οικισμούς του κάμπου με αποτέλεσμα την ίδια την επιβίωσή τους. Μεγάλο μέρος της έκτασης [Σημ.1] του τσιφλικιού των κληρονόμων του Ταχήρ Μπέη είχε χορηγηθεί από το ελληνικό Δημόσιο έναντι ενοικίου στον μακεδονομάχο Λυσίμαχο Βασιλείου [Σημ.2] και υπήρχε αντιπαράθεση με τον πρόεδρο της Παμπροσφυγικής Ένωσης Ν. Σερρών Σωκράτη Ανθρακόπουλο, που πίεζε τις κρατικές υπηρεσίες για την παραχώρηση της έκτασης για καλλιέργεια των προσφύγων.

Μία από τις πρώτες ενέργειες της Γενικής Διεύθυνσης Εποικισμού Μακεδονίας (Γ.Δ.Ε.Μ.), που υπαγόταν στην ΕΑΠ, ήταν η δημόσια προκήρυξη μειοδοτικού διαγωνισμού για την «κατασκευή 200 έως 300 θεμελίων [Σημ.3]  εκ μπετόν στο συνοικισμό Κισπεκή» για την 30ή Ιανουαρίου 1925 [Σημ.4]. (Εικόνα 1:Δημοπρασία για βάσεις οικιών Κιούσπεκι) (Εικόνα 2: Εποικιστικός χάρτης της ΕΑΠ με τα ανεγερθέντα το 1925 οικήματα σε χωριά του κάμπου Σερρών). Ακολούθησαν δημοπρασίες: α) την 5η Φεβρουαρίου 1925 για την εγκατάσταση οπτοπλινθοποιείου με σκοπό την κατασκευή 3.000.000 οπτοπλίνθων (ψημένων τούβλων) [Σημ.5]. Αυτή επειδή απέβη άγονη επαναπροκηρύχθηκε για τη 14η Φεβρουαρίου 1925 [Σημ.6].

β) την 4η Απριλίου 1925 για την προμήθεια 700.000 εγχωρίων κεραμιδιών [Σημ.7],

γ) γενικά για όλα τα προσφυγικά χωριά δημοπρασίες για πόρτες και παράθυρα, τετράτροχες βοϊδάμαξες, καλαμωτές, για προμήθεια αροτριώντων ζώων, ίππων, σπόρων κτλ. και

δ) την προκήρυξη σε γιατρούς για να διοριστούν σε αγροτικά ιατρεία, με ένα από αυτά να ιδρύεται στο Κισπεκή [Σημ.8].

Τελικά στις 14 Ιουνίου 1925 οργανώθηκαν τα εγκαίνια του συνοικισμού Κισπεκί, και ο υψηλός προσκεκλημένος αντιπρόεδρος της Ε.Α.Π. John Campbell ονόμασε αυτόν προσωρινά «Χρυσούπολη» (Εικόνα 3: Το Σκούταρι Σερρών ως Χρυσούπολις) και αργότερα η κυβέρνηση αφού απέσπασε τον συνοικισμό από την κοινότητα Κάτω Καμήλας [Σημ.9], τον ονόμασε «το Σκουτάρι» [Σημ.10].

Αναλυτική αναφορά για τα εγκαίνια του συνοικισμού παρατίθεται στην εφημερίδα «Το Φως» στο φύλλο της 18-6-1925 στη σελίδα 5, από τον ανταποκριτή της και διευθυντή της εβδομαδιαίας σερραϊκής εφημερίδας «Ο Αγρότης» Εμμ. Χατζηεμμανουήλ και είναι η εξής:

«ΣΕΡΡΑΙ Ιούνιος. Η χθεσινή ημέρα για το προσφυγικό κόσμο του Συν)σμού Κις-Πεκή ήτο μια μέρα πραγματικής αναγεννήσεως. Την 9 ½  πρωινήν ώραν εκκινούμεν από τας Σέρρας επ’ αυτοκινήτων και κατευθυνόμενοι προς το ωραίο χωριό που βρίσκεται βαθειά χωμένο μέσα στον κάμπο για να γίνουν τα εγκαίνια του Συνοικισμού, εις τα οποία μεταξύ των άλλων παρευρέθησαν ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως [Σημ.11] κ. Κάμπελ, ο Γεν. Δ)τής Εποικισμού κ. Καραμάνος, ο κ. Γερακάρης της Επιτροπής Αποκαταστάσεως, ο κ. Βακαλούδης προϊστάμενος Εποικισμού Σερρών, ο κ. Ζαχαριάδης Μηχανικός της Γεν. Δ. Εποικισμού, ο κ. Κουρτέσης Μηχανικός του Εποικισμού Σερρών, ο πρόεδρος της Παμπροσφυγικής Ενώσεως κ. Σ. Ανθρακόπουλος μετά της Κυρίας του, ο κ. Κ. Μουρατίδης, ο υποφαινόμενος ως ανταποκριτής του «Φωτός» και Διευθυντής της ενταύθα εκδιδομένης εφημερίδος ο «Αγρότης» και άλλοι.

Την 12 π. μ. φθάνουμε εις το χωριό οι κάτοικοι μας υποδέχονται με τη χαρά ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων, διότι ο σκοπός της μεταβάσεώς μας ήτο σκοπός ιερός, κατευθυνόμεθα προς το αρτεσιανό φρέαρ το οποίον ανωρρύχθη υπό του Εποικισμού, εκείθεν προς το χαραχθέν μέρος διά την ανέγερσιν του Συνοικισμού όπου είχον ανοίξει τα θεμέλια του πρώτου σπιτιού. Άρχεται ο αγιασμός, μικροί και μεγάλοι, επίσημοι και ανεπίσημοι κατανυκτικώτατα παρακολουθούν την ιεροτελεστίαν. Μετά του αγιασμού, ο κ. Κάμπελ κατερχόμενος εντός του θεμελίου, αφού προηγουμένως έθεσε αργυρούν νόμισμα προσφερθέν υπό του Διευθυντού του «Αγρότου» ετοποθέτησε τον πρώτον λίθον μετονομάσας τον Συνοικισμόν από Κις-Πεκή εις Χρυσούπουλιν.

Ο Πρόεδρος της Παμπροσφυγικής Ενώσεως κ. Ανθρακόπουλος, δι’ ωραίου λόγου εκ μέρους των προσφύγων ηυχαρίστησε τόσον τους αναλαβόντας την εγκατάστασιν των αγροτών όσον και τον κ. Κάμπελ εις το πρόσωπον του οποίου ατενίζει ολόκληρος ο Προσφυγικός κόσμος. Τον λόγον του κ. Ανθρακοπούλου εκάλυψαν ουρανομήκεις ζητωκραυγαί υπέρ του κ. Κάμπελ και της Αγγλίας.

Ο κ. Κάμπελ, διερμηνεύοντος του κ. Καραμάνου, λίαν συγκεκινημένος ηυχαρίστησε τους παρισταμένους δηλώσας, ότι η υπηρεσία καταβάλλει υπερανθρώπους προσπάθειας διά την ταχυτέραν αποκατάστασιν των προσφύγων, οι οποίοι ανέρχονται εις αρκετάς εκατοντάδας χιλιάδων και προς τον σκοπόν αυτόν συνιστά την κοινήν συνεργασίαν των προσφύγων μετά των υπηρεσιών.

Τελευτών ο κ. Κάμπελ ηυχήθη όπως, από τον θεμέλιον αυτόν λίθον που του εδόθη η ευκαιρία να θέση, ανεγερθούν ανάκτορα.

Ο κ. Καραμάνος συνέστησεν επίσης τα αυτά εις τους χωρικούς, και εις ερώτησιν αυτών διά το ζήτημα των χωραφιών, διότι στερούνται ευρισκόμενα εισέτι υπό την κατοχήν του κ. Λυσιμάχου, τους εδήλωσεν ότι τα χωράφια εντός ολίγον θα τους χορηγηθούν.

Εμ.  Στ. Χατζηεμμανουήλ»

  Τέλος μικρή αναφορά στα εγκαίνια του Κισπεκί από τον αντιπρόεδρο της Ε.Α.Π. Κάμπελ γίνεται και στην εφημερίδα «Μακεδονία» σε πρωτοσέλιδό της στο φύλλο της 15-6-1925, με τον ανταποκριτή της εφημερίδας να συγχέει το όνομα του συνοικισμού Κισπεκή με το Κιούπκιοϊ (σήμερα Πρώτη).

Σημειώσεις:

1) Στο πρωτοσέλιδο άρθρο με τίτλο «Κάτω η Φαυλότης» της εφημερίδας «Συννενόησις» (εβδομαδιαίο όργανο της Παμπροσφυγικής Ενώσεως Ν. Σερρών) στο φύλο της 29-3-1925 γίνεται λόγος για 3.530 στρέμματα.

2) Ήταν ο πατέρας του γιατρού και μετέπειτα δημάρχου Σερρών Γεωργίου Βασιλείου (θητεία 1967-1969).

3) Τελικά σύμφωνα με εποικιστικό χάρτη της Γ.Δ.Ε.Μ. της Ε.Α.Π. (Εικόνα 2) κατασκευάστηκαν 212 οικήματα.

4) Εφημ. Το Φως, φ. 16-1-1925, σ.3.

5) Εφημ. Μακεδονία, φ. 19-1-1925, σ.2.

6) Εφημ. Το Φως, φ. 10-2-1925, σ.2.

7) Εφημ. Το Φως, φ. 22-3-1925, σ.2.

8) Εφημ. Το Φως, φ. 1-5-1925, σ.3.

9) ΦΕΚ Α 217/30-6-1926.

10) ΦΕΚ Α 7/14-1-1927.

11) Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.) υπήρξε ένας αυτόνομος οργανισμός, ο οποίος λειτουργούσε υπό την εποπτεία της ΚΤΕ. Η έδρα της επιτροπής ήταν στην Αθήνα και στη διοίκησή της συμμετείχαν τέσσερα μέλη: δύο που υποδεικνύονταν από την ελληνική κυβέρνηση (και τελούσαν υπό την έγκριση της ΚΤΕ), ένα μέλος διορισμένο από το Συμβούλιο της ΚΤΕ, και ο πρόεδρος της Επιτροπής, ο οποίος έπρεπε να είναι πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Οι οικονομικοί πόροι της ΕΑΠ ήταν δύο δάνεια: Το ένα 12.000.0000 λιρών Αγγλίας που συνάφθηκε το 1924 με επιτόκιο 7% και το δεύτερο 9.000.0000 λιρών Αγγλίας που συνάφθηκε το 1928, έτσι ώστε το 1/3 να χρησιμοποιηθεί για τη ολοκλήρωση της προσφυγικής αποκατάστασης και τα υπόλοιπα για την εξυπηρέτηση των αναγκών του κρατικού προϋπολογισμού.