Του Δημήτρη Θ. Ζάχου
Καθηγητή ΑΠΘ
Αυτό είναι το πρώτο από τα τέσσερα μέρη της εισήγησής μου στην επιστημονική ημερίδα για την μνήμη του Γιάννη Μπάκα, η οποία έγινε στο Δημαρχείο Βισαλτίας στις 8 Νοεμβρίου 2025.
Για την εκδήλωση
Φίλες και φίλοι, συμπολίτισσες και συμπολίτες,
Θα ξεκινήσω ευχαριστώντας το Γιώργο Αψηλίδη και το Γιάννη Τσαρούχα, τον άνθρωπο κλειδί της ιστορίας του νομού μας, για την πρωτοβουλία που πήραν γί αυτή την εκδήλωση. Θα ευχαριστήσω ακόμη την Εταιρεία Μελέτης & Έρευνας του νομού Σερρών και το Δήμο Βισαλτίας γιατί ανέλαβαν υπό τη θεσμική τους σκέπη τη σημερινή ημερίδα.
Θεωρώ τη σημερινή εκδήλωση σημαντική, αφού πιστεύω ότι η πολιτιστική ζωή ενός τόπου, μιας κοινότητας και μιας κοινωνίας αποτελεί θεμέλιο λίθο της ταυτότητάς της, αλλά και μηχανισμό κριτικής σκέψης και κοινωνικής συνοχής. Ο Δήμος είναι ο πιο κοντινός στην κοινωνική βάση δημοκρατικός θεσμός και γι’ αυτό πρέπει να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη χαρτογράφηση της πολιτιστικής ζωής, δίνοντας βήμα σε όλες τις φωνές, σε ένα περιβάλλον ανοιχτό, πλουραλιστικό και κριτικό.
θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ σύντομα στο Γιάννη Μπάκα, τον επιστήμονα και άνθρωπο.
Ο Γιάννης που γνώρισα ήταν ανήσυχο και κριτικό πνεύμα. Το ακαδημαϊκό έργο του χαρακτηρίζεται από μεθοδολογική ακρίβεια και βαθύ σεβασμό στην αλήθεια. Ο Γιάννης, ως καλός επιστήμονας δεν επικύρωνε ιδεολογικές προκαταλήψεις, μεροληψίες, προκατασκευασμένες αφηγήσεις και σκόπιμες στρεβλώσεις, αλλά προσέγγιζε τα θέματά του με πειθαρχία, με σχολαστικό έλεγχο των πηγών, τηρώντας αυστηρά την ερευνητική δεοντολογία.
Ο Γιάννης όμως ήταν και ένας εξαίρετος δάσκαλος. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες με τους/τις οποίους/ες έτυχε να μιλήσω γι’ αυτόν τόνιζαν ήταν ένας ακαδημαϊκός προσιτός, υπομονετικός και ανθρώπινος, που διακρίνονταν για την αγάπη του για τη διδασκαλία, την υπομονή, τη μεταδοτικότητα και την πνευματική του ταπεινότητα.
Σαν άνθρωπος, ο Γιάννης Μπάκας ήταν αφοσιωμένος οικογενειάρχης, εξαιρετικός φίλος, συνάδελφος, συγχωριανός και συζητητής, και σαν πολίτης ήταν προσηλωμένος στο δίκαιο και στο κοινό καλό.
Ο Γιάννης Μπάκας έφυγε από τη ζωή πολύ νεος, αφήνοντας όμως πίσω του ένα αξιοσημείωτο έργο, μια παρακαταθήκη επιστημονικής και ηθικής ακεραιότητας. Για τον τόπο μας είναι μια μεγάλη απώλεια. Η ηπιότητα, η ευγένεια, η γλυκύτητα, η φιλική του διάθεση και καλοσύνη, όπως και η βαθιά του αγάπη για την περιοχή μας και για τους ανθρώπους της θα μείνουν ζωντανές σε όσους και όσες τον γνωρίσαμε και συναναστραφήκαμε μαζί του. Η προσωπική του διαδρομή και τα ακαδημαϊκά του επιτεύγματα αξίζει να μνημονεύονται και να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει!
Εισαγωγικά – ο τόπος και οι άνθρωποί του
Θα ξεκινήσω την εισήγησή μου για τη περιοχή μας´ αναφέροντας ότι οιδύο διακριτές της κοινότητες, η Νιγρίτα και η Σύρπα ή Σούρπα, κατοικούνταν κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα από περίπου 4000 ανθρώπους, των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία φαίνεται ότι μιλούσε ελληνικά. Υπογραμμίζουμε ότι στην περιοχή δεν έμειναν παρά ελάχιστοι Οθωμανοί, γεγονός που ενδεχομένως συνέβαλε ώστε οι κάτοικοι να αναπτύξουν μια ιδιαίτερη ταυτότητα, την οποία με σημερινούς όρους χαρακτηρίζουμε τοπική.
Μια «αντιπάθεια», ας το ονομάσουμε έτσι, υπήρχε μεταξύ μέρους των κατοίκων της Νιγρίτας και της Σούρπας. Το αίσθημα αυτό εκδηλώνονταν; με υποτιμητικές εκφράσεις και πειράγματα, αλλά και με το «έθιμο»; του πετροπόλεμου, ο οποίος -εμπειρικά το λέω- διεξαγόταν, ίσως κατά περιόδους, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Οι «αντιπάθειες» δεν σταματούσαν στα όρια των δύο κοινοτήτων, αφού και ανάμεσα στους/στις κατοίκους της Νιγρίτας υπήρχε μια διαχωριστική γραμμή. Από τη μια της πλευρά της ήταν οι γηγενείς, οι οποίοι έμεναν στις τσακαλάδες και από την άλλη, όσες και όσοι είχαν μεταναστεύσει κατά τη διάρκεια του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα από διάφορα χωριά της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας.
Οι δύο κοινότητες ήταν κλειστές, αφού ήταν πολύ δύσκολο να πάει κάποιος σε άλλες πόλεις ή περιοχές, μια που οι δρόμοι ήταν δύσβατοι και οι πλημμύρες του Στρυμόνα συχνές. Έτσι οι Νιγριτινοί και οι Σαρπουβνοί για πολλά χρόνια δεν δέχτηκαν επιρροές από άλλες εθνικές, εθνοτικές, θρησκευτικές, πολιτισμικές και γλωσσικές ομάδες, γεγονός στο οποίο ενδεχομένως οφείλεται η στάση μιας μερίδας τους έναντι αυτού που σήμερα ονομάζουμε «διαφορετικότητα». Με άλλα λόγια, όπως και σε άλλες περιοχές εκείνη την εποχή ήταν δύσκολο να είσαι άτομο που δεν ταίριαζε κάπου με τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας, πχ άτομο με διαφορετικές ικανότητες / αναπηρίες ή με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Και όχι μόνο: Ήταν γενικότερα δύσκολο για τον οποιοδήποτε ή την οποιαδήποτε, για το άτομο δηλαδή, να ξεφύγει από τους άτυπους κανόνες της ομάδας, οι οποίοι αφορούσαν ένα ευρύ φάσμα εκφάνσεων της κοινωνικής ζωής. Σε αυτούς τους κανόνες συμπεριλαμβάνονταν ζητήματα οικογενειακών σχέσεων, όπως οι ιεραρχίες και οι ρόλοι ανδρών και γυναικών, ο σεβασμός στους μεγαλύτερους, η φροντίδα των ηλικιωμένων, η συγγενική αλληλοϋποστήριξη η επιλογή συζύγου. Συμπεριλαμβάνονταν ακόμη η απόρριψή «προκλητικών» ή «ξενόφερτων» πολιτισμικών στοιχείων, τα όρια της σεμνότητας και της δημόσιας παρουσίας και οι ενδυματολογικοί κώδικες. Η άτυπη, πλην όμως διαρκής παρακολούθηση της τήρησης των κανόνων, των συμπεριφορών και των στάσεων έφεραν και την αποδοκιμασία όσων από αυτές δεν ήταν αποδεκτές, με ένα τρόπο που στη χειρότερη περίπτωση μπορούσε να πάρει τη μορφή του αποκλεισμό και στην καλύτερη διαφόρων επιτιμητικών σχολίων (κουτσομπολιού).
Άλλες εποχές, άλλα ήθη.

