Όψεις της ιστορίας της Νιγρίτας του 19ου και 20ου αιώνα (2)

Του Δημήτρη Θ. Ζάχου

Καθηγητή ΑΠΘ

 

Αυτό είναι το δεύτερο από τα τέσσερα μέρη της εισήγησής μου στην επιστημονική ημερίδα για την μνήμη του Γιάννη Μπάκα, η οποία έγινε στο Δημαρχείο Βισαλτίας στις 8 Νοεμβρίου 2025.

 

 

Το ευρύτερο πλαίσιο – οι οικονομικές συνθήκες

 

Πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα, η Οθωμανική αυτοκρατορία, κάτω από την πίεση της οικονομικής δυσπραγίας και των τότε ισχυρών Ευρωπαϊκών χωρών, έκανε προσπάθειες να εκσυγχρονιστεί. Στο πλαίσιο αυτών των μεταρρυθμίσεων, δόθηκαν εκπαιδευτικές και θρησκευτικές ελευθερίες στους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς και επιδιώχτηκε η εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής, έτσι ώστε να ανταποκριθεί στη ζήτηση των πρώτων υλών από ευρωπαϊκές βιοτεχνίες.

Η Νιγρίτα ήταν κεφαλοχώρι και ως τέτοιο, οι κάτοικοί της είχαν χαμηλότερη φορολογία από τους καλλιεργητές των τσιφλικιών του κάμπου. Βιοπορίζονταν δε καλλιεργώντας δημητριακά, αμπέλια, βαμβάκι, σησάμι, γλυκάνισο και όσπρια, κάποιοι άλλοι με την κτηνοτροφία, ενώ μια μερίδα κατοίκων παρήγαγαν αλλατζάδες (δηλαδή βαμβακερά υφάσματα χαμηλής ποιότητας) και μεταξωτά, την καλλιέργεια των οποίων έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από τη Θεσσαλία. Σημειώνουμε ακόμη ότι την περίοδο αυτή η Νιγρίτα ήταν και συγκοινωνιακός κόμβος, όπως φαίνεται από την ύπαρξη σχετικών υποδομών (χάνια, μπεζεστένια).

Από το ξεκίνημα του 20ου αιώνα και με πιο γρήγορο ρυθμό μετά την ένταξη της περιοχής μας στο ελληνικό κράτος, άρχισε η καλλιέργεια του καπνού, η οποία και προοδευτικά έγινε «κυρίαρχη». Ο καπνός βοήθησε τους Νιγριτινούς να επιβιώσουν, σε μια περίοδο που η περιοχή βίωσε κατ’ επανάληψη τις επιπτώσεις των πολέμων. Τα καπνά μας είχαν μεγάλη ζήτηση και από άλλες χώρες και εξάγονταν κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Σημαντικό πλεονέκτημα της καλλιέργειας του καπνού ήταν ότι δεν απαιτούσε μεγάλες εκτάσεις (5 έως 15 στρέμματα απέφεραν ένα καλό οικογενειακό εισόδημα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980). Χάρις στο καπνό κατασκευάστηκαν από το 1920 έως το 1930 αρχιτεκτονικά και λειτουργικά αξιόλογα δημόσια και ιδιωτικά κτήρια, όπως τα καπνομάγαζα. Η εργασία Νιγριτινων στα καπνό μαγαζιά εκτιμώ  ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιδεολογική και πολιτική δράση στη Νιγρίτα του 20ου αιώνα.

 

 

 

 

Αυτοδιοίκηση, εκπαίδευση, εργασία, διασκέδαση και ήθη

 

Η κοινότητα ήταν μια διοικητική μονάδα, ένας θεσμός τοπικής αυτοδιοίκησης για τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς (Ρωμιούς, Εβραίους, Αρμένιους) της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Χωρίς αυτό να αποτελεί κανόνα, φαίνεται ότι οι ανάπτυξη αυτοδιοικητικών θεσμών ήταν μεγαλύτερη σε περιοχές σαν τη Νιγρίτα, όπου δεν υπήρχαν εκπρόσωποι της οθωμανικής εξουσίας και επικρατούσε καθεστώς μικρής ελεύθερης γαιοκτησίας.

Η κοινότητα είχε ένα βαθμό αυτονομίας, ο οποίος οφείλονταν κυρίως στην αδυναμία της διοίκησης να ελέγξει την μεγάλη επικράτειά της. Κορυφαίο όργανό της (της κοινότητας) ήταν η συνέλευση των κατοίκων, η οποία γινόταν συνήθως μια φορά το χρόνο και σ’ αυτή μετείχαν μόνον οι αυτόχθονες. Από τη συνέλευση εκλεγόταν η τοπική ηγεσία, τα μέλη της οποίας ονομάζοντας «δημογέροντες», «πρόκριτοι», «προεστοί» ή «κοτζαμπάσηδες» και ήταν συνήθως εύποροι. Οι προεστοί εκπροσωπούσαν την κοινότητα στις σχέσεις της με τις οθωμανικές αρχές, μεταβιβάζοντας τις διαταγές της, τις οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις εκτελούσαν κιόλας.

Η σημαντικότερη αρμοδιότητα των δημογερόντων ήταν η κατανομή και συλλογή των φόρων. Πιο αναλυτικά, παρότι δεν γινόταν σ’ όλες τις περιοχές με τον ίδιο τρόπο, η Οθωμανική διοίκηση καλούσε τις κοινότητες και όχι τα νοικοκυριά (οικογένειες ή άτομα) να πληρώσουν ένα συγκεκριμένο ποσό, το οποίο υπολογίζονταν με βάση τον πληθυσμό και την οικονομική τους δύναμη. Hδιοίκηση δεν αναμιγνύονταν στον επιμερισμό του ποσού, για το οποίο έπρεπε ν’ αποφασίσουν τα μέλη της κοινότητας. Το εν λόγω εγχείρημα δεν ήταν εύκολο, αφού αυτοί που θα το έφεραν εις πέρας θα έπρεπε να γνωρίζουν τι μπορούσε τη συγκεκριμένη περίοδο να συνεισφέρει το κάθε νοικοκυριό. Την ευθύνη της υλοποίησής του αναλάμβαναν συνήθως οι προεστοί, οι οποίοι αφού μάζευαν τα χρήματα, στη συνέχεια τα παρέδιδαν στους αντιπροσώπους του αυτοκρατορικού ταμείου.

Το κοινοτικό σύστημα βοήθησε ώστε οι κοτζαμπάσηδες να καταστούν ένα είδος μη – Μουσουλμανικής αριστοκρατίας. Έδινε όμως σ’ αυτούς τη δυνατότητα να δείχνουν κάποια ελαστικότητα, σε αποδεδειγμένες περιπτώσεις που οι υπόχρεοι αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο, φαίνεται ότι στη Νιγρίτα λειτουργούσε ένα σύστημα αλληλεγγύης και αλληλοϋποστήριξης. Όπως κατέγραψε το 1903 ο περιηγητής Αbbot στο βιβλίο του ATaleofaTourinMacedonia. London: Ed. Arnold, 235: «Το όνομα του κάθε νοικοκυριού διαβάζονταν, συζητούνταν η οικονομική του θέση και κατανέμονταν με δίκαιο τρόπο η θέση του στη φορολογία……. Εάν ο Νίκος έπεφτε έξω, ο Δημήτρης, ο οποίος τα κατάφερνε καλά, θα πλήρωνε γι’ αυτόν. Ο Γιώργος, που είχε δύο παιδιά, ικανά και  –εργατικά, θα έπρεπε να βοηθήσει το γείτονά του τον Γιάννη, ο οποίος βρίσκονταν σε δυσχερή θέση, αφού τα παιδιά του ήταν τόσο μικρά ώστε να είναι μόνον βάρος στους γονείς τους».

 

Οι δημογέροντες είχαν και μια σειρά άλλες αρμοδιότητες:

Πρώτον, να διαχειρίζονται την κοινοτική περιουσία και να καθορίζουν την εργασία των μελών στα έργα της κοινότητας.

Δεύτερον, να επιλύουν, μαζί με τον επίσκοπο, τις διαμάχες μεταξύ των μελών της κοινότητας, με βάση το εθιμικό δίκαιο, το οποίο στηρίζονταν στη συναίνεση και στο «λόγο». Μετά την ένταξη της περιοχής μας στο ελληνικό κράτος, το άγραφο αυτό δίκαιο αντικαταστάθηκε από το γραπτό, κρατικό, ατομοκεντρικό αστικό δίκαιο, το οποίο προϋπέθετε τη γραπτή απόδειξη δικαιωμάτων (τίτλοι, συμβόλαια, υποθήκες) και γι’ αυτό προκάλεσε προβλήματα σε πολλές οικογένειες σχετικά με ζητήματα κατανομής της περιουσίας τους. Το ειρηνοδικείο μας συγκαταλέγονταν για χρόνια σ’ αυτά που είχαν μεγάλο φόρτο εργασίας.

Τρίτον, οι προεστοί είχαν την ευθύνη για τις πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δράσεις της κοινότητας.