Ακροδεξιά, μίσος & υποκρισία

Του Δημήτρη Θ. Ζάχου

Το ακραίο συμβάν την Νορβηγίας επανέφερε με δραματικό τρόπο στην επικαιρότητα της καλοκαιρινής ραστώνης το ζήτημα των επιπτώσεων που μπορεί να επιφέρει η διάδοση της ακροδεξιάς ιδεολογίας.

Σε μια σειρά από χώρες όπως η Αυστρία, η Ολλανδία, η  Δανία, ακόμη και η Σουηδία τα ακροδεξιά κόμματα παρουσιάζουν θεαματική άνοδο στα εκλογικά αποτελέσματα ή στις δημοσκοπήσεις. Ποια είναι όμως η θεματολογία που προβάλλουν τα κόμματα αυτά και γιατί μια ιδεολογία που έχει κατ’ επανάληψη προκαλέσει εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας φαίνεται να γοητεύει και πάλι μεγάλες μερίδες του πληθυσμού των σύγχρονων ευρωπαϊκών δημοκρατικών χωρών;

Η θεματολογία της ακροδεξιάς

Τα ακροδεξιά κόμματα προτείνουν και «ποντάρουν» στον περιορισμό της μετανάστευσης, με συνθηματολογία που μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα επιθετική πχ. «να κλείσουμε τα σύνορα», «όχι άλλοι μετανάστες», μπορεί όμως να πάρει ακραία έκφραση, όπως για παράδειγμα «να απελάσουμε τους ξένους», «να πυροβολείται όποιος μετανάστης μπαίνει στη χώρα μας» κα.

Μια δεύτερη παρατήρηση που αφορά στη θεματολογία της ακροδεξιάς έχει να κάνει με τον «παραγκωνισμό» των Εβραίων και την ανάδειξη των Μουσουλμάνων στους σύγχρονους αποδιοπομπαίους τράγους της Ευρωπαϊκής Ηπείρου. Σ’ αυτό το πλαίσιο προτείνονται μια σειρά από μέτρα που αφορούν από την απαγόρευση της μαντήλας μέχρι και το κλείσιμο όλων των τόπων λατρείας των Μουσουλμάνων (όπου αυτοί λειτουργούν).

Εντυπωσιακό για την άνοδο της ακροδεξιάς είναι ακόμη το γεγονός ότι παρότι η χώρα στην οποία έπεσαν πρόσφατα τα φώτα της δημοσιότητας λόγω της δολοφονικής ενέργειας του ακροδεξιού, η Νορβηγία, έχει ελάχιστους ξένους, το ακροδεξιό κόμμα σημείωσε μεγάλη εκλογική επιτυχία προβάλλοντας τον ισλαμικό κίνδυνο.

Στην ελληνική περίπτωση και στην τρέχουσα συγκυρία, η ακροδεξιά δεν έχασε την ευκαιρία να προτείνει ως μία από τις βασικές αιτίες της οικονομικής κρίσης την παρουσία και την οικονομική δραστηριότητα των μεταναστών και των μεταναστριών. «Η ανεργία οφείλεται στη μετανάστευση», «οι μετανάστες μας παίρνουν τις δουλειές», «οι μετανάστες καταλαμβάνουν τα κρεβάτια στα νοσοκομεία μας», «τα παιδιά των μεταναστών παίρνουν τις θέσεις των παιδιών μας στους δημοτικούς παιδικούς σταθμούς» κοκ. είναι τα απλοϊκά επιχειρήματα που όμως φαίνεται πως έχουν απήχηση και πιο πέρα από όσους υποστηρίζουν ότι εκφράζονται πολιτικά από τα ακροδεξιά κόμματα.

Γιατί έχει απήχηση η ακροδεξιά ρητορεία στην Ελλάδα;

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών (2010), αλλά και των τελευταίων δημοσκοπήσεων ο λόγος της ακροδεξιάς έχει αποκτήσει ένα σημαντικό ακροατήριο στη χώρα μας, το οποίο φαίνεται πως παρουσιάζει τάσεις διεύρυνσης. Σε μια αναζήτηση των αιτίων αυτού του φαινομένου θα πρέπει να σταθούμε στη δεδομένη ιστορική περίοδο που διέρχεται η Ελλάδα και στις ιδιαιτερότητές της. Έτσι, σε μια πρώτη διερεύνηση, ως λόγοι της ανόδου της ακροδεξιάς θα μπορούσαν να αναγνωριστούν:

Πρώτον, το ιστορικά επιβεβαιωμένο φαινόμενο, σύμφωνα με το οποίο όταν μια κοινωνία χαρακτηρίζεται από την αβεβαιότητα για το μέλλον, την ανεργία, την απειλή της φτώχειας, την έλλειψη ελπίδας, τότε εύκολα τα μέλη της «παραδίνονται» στο μίσος. Στην ταπεινωμένη από την ήττα του πρώτου παγκόσμιου πόλεμου γερμανική κοινωνία, η ναζιστική προπαγάνδα δεν βρήκε ισχυρές αντιστάσεις στην προσπάθειά της να αναδείξει σε κοινό εχθρό του γερμανικού λαού τους /τις Εβραίους/ες και τους /τις Τσιγγάνους/ες.

Δεύτερον, τα διογκωμένα προβλήματα εγκληματικότητας στα κέντρα των δύο ελληνικών μεγαλουπόλεων αποτελούν έναν άλλο σημαντικό παράγοντα. Το ζήτημα έχει οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις, οι οποίες όμως ουδόλως προβάλλονται στη δημόσια συζήτηση. Αντίθετα, οι μονομερείς ακροδεξιές προσεγγίσεις –οι οποίες αποδίδουν όλα τα δεινά στην παρουσία των μεταναστών- τυγχάνουν προνομιακής προβολής από τα μεγάλα Μέσα Μαζικής Πληροφόρησης. Το γεγονός αυτό συνέβαλε στην άνοδο της ιδεολογίας του μίσους, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια περίοδο κατά την οποία η άρχουσα τάξη, μέσω των ιδεολογικών της μηχανισμών, φαίνεται να έχει επιτύχει την εδραίωση του κοινωνικού αυτοματισμού, την καθαγίαση του άκρατου ατομικισμού, την απαξίωση των κοινωνικών αγώνων και τη δυσφήμηση του οράματος μιας καλύτερης κοινωνίας.

Τρίτον, η υιοθέτηση ακροδεξιών πολιτικών σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες, όπως για παράδειγμα η εκδίωξη των Ρομά -πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης- από τη γαλλική κυβέρνηση και οι εντολές που έχει το Ιταλικό Λιμενικό να βυθίζει όσες βάρκες ή πλοία με μετανάστες/τριες δεν βγαίνουν από τα χωρικά ύδατα της χώρας).

Τέταρτον, το κενό συλλογικού οράματος που αφήνουν ορισμένοι/ες κήρυκες της κατάργησης της εθνικής κοινότητας. Τα μέλη της ελληνική κοινωνίας κλήθηκαν από μια σειρά πολιτικών παραγόντων και ακαδημαϊκών να εγκαταλείψουν την εθνική ταυτότητα και να υιοθετήσουν μια υπερεθνική ταυτότητα (ευρωπαϊκή), με έναν καθόλου ξεκάθαρο και πειστικό τρόπο, που τελικά δημιούργησε καχυποψία και αρνητική προδιάθεση. Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με την υποχώρηση του χειραφετικού οράματος, αλλά και με τη διάλυση των υποστηρικτικών δικτύων (ακόμη και οι οικογενειακοί δεσμοί έχουν κατά μεγάλο βαθμό χαλαρώσει), έδωσαν έδαφος για την καλλιέργεια διάφορων ανορθολογισμών. Μέρος του κενού επιχείρησε –απ’ ότι φαίνεται με επιτυχία- να καλύψει η ακροδεξιά, οριοθετώντας μια ελληνικότητα που βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τους ξένους (που άλλωστε την επιβουλεύονται). Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι όσοι εκμεταλλεύονται την κρίση για να επιτύχουν όσα για χρόνια στόχευαν, επέστρεψαν χωρίς ενδοιασμούς και με μεγάλη ευκολία στην «πατριδοκαπηλεία». Έτσι, οι σαστισμένοι κάτοικοι αυτής της χώρας γίνονται δέκτες μηνυμάτων από τους ίδιους «πομπούς», τα οποία αφορούν από τη μια πλευρά στη «σωτηρία του έθνους», «στην έξοδο της πατρίδας μας από την κρίση», «στο φιλότιμο των Ελλήνων» κα. και από την άλλη κάνουν λόγο για την αναγκαιότητα της πολυπολιτισμικότητας και για την αρμονική συμβίωση με τους «άλλους».

Πέμπτον, η επίδραση ορισμένων πολιτισμικών προϊόντων, που κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται διάφορα πολεμικά παιδικά παιχνίδια που ωθούν στην καταστροφή του αντιπάλου και στην εδραίωση της λογική της δύναμης στις αθώες παιδικές ψυχές. Εδώ κατατάσσονται και αντίστοιχου περιεχομένου τηλεοπτικές σειρές κινούμενων σχεδίων, οι οποίες εγχαράσσουν στα παιδιά την ιεραρχική κοινωνική διάρθρωση και τα εξοικειώνουν με την ιδέα ότι οι μεγάλοι άνδρες (sic) κινούν τα νήματα της ιστορίας κα.

Έτσι, σήμερα φαίνεται να οδεύουμε σε μια κοινωνία όπου το μίσος τρέφει όσους ανήκουν στην εργατική, στη μικροαστική τάξη, αλλά και πολλά άτομα που μέχρι πρότινος ανήκαν στην υπό εξαφάνιση μεσαία τάξη έναντι των μεταναστών και των μεταναστριών. Οι αστικές αξίες της ατομικότητας και του αχαλίνωτου και ανελέητου ανταγωνισμού φαίνεται ότι έχουν επικρατήσει έναντι της αλληλεγγύης και της αλληλουποστήριξης που κάποτε διέκρινε τα ανωτέρω κοινωνικά στρώματα. Σαν αποτέλεσμα, το μίσος διογκώνεται και κατευθύνεται προς τους/τις μετανάστες/τριες που μαζί ίσως με τους/τις αποκαλούμενους «ψευτοκουλτουριάρηδες» είναι τα εύκολα (και πρσβάσιμα) θύματα και στόχοι της ακροδεξιάς ρητορικής. Κοινωνικό μίσος υπάρχει και για τους αστούς, για τους πολιτικούς και για ορισμένους μεγαλοδημοσιογράφους, αλλά αυτοί/ες και αυτές φαίνεται ότι συμπεριλαμβάνονται στο πατριωτικό όραμα της ακροδεξιάς. Εδώ όμως βρίσκεται και μια από τις εγγενείς αδυναμίες της, αφού όπου κλήθηκε να συμμετάσχει στην άσκηση της εξουσίας (πχ. Αυστρία), η καταφανής θέση των πολιτικών της εκπροσώπων υπέρ των πλουσίων (ομοεθνών ή ξένων), οδήγησε στην άμεση και σημαντική μείωση της πολιτικής της επιρροής.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, μόνον υποκριτική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η αντίδραση ορισμένων μέσων μαζικής πληροφόρησης στο πρόσφατο αιματοκύλισμα αθώων ανθρώπων στην Νορβηγία. Το συγκεκριμένο κλίμα που χρόνια καλλιεργούν -θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι- ευνοεί την εξάπλωση της ακροδεξιάς ιδεολογίας, της οποίας η πρακτική ενέχει τέτοιες ή ακόμη πολύ χειρότερες (βλ. ολοκαύτωμα) πράξεις. Το ίδιο υποκριτική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η στάση και η απορία ορισμένων «πνευματικών» ανθρώπων, οι οποίοι ενώ γνωρίζουν τις αιτίες του ρατσισμού και του κοινωνικού μίσους, εντούτοις καταφεύγουν στην ανάδειξη και στην προβολή ατομικών χαρακτηριστικών (ο δράστης ή ο Χίτλερ ήταν παράφρων). Αλλά αυτό ίσως αποτελέσει θέμα μιας άλλης διαπραγμάτευσης…