Γιάννη Καλπούζου, Ιμαρέτ, στη σκιά του ρολογιού

[…] Τριγύρω οι στρατιώτες, ο γιούμπασης, ο μουλαζίμης, ο μουχτάρης του χωριού και δυο τρεις δημογέροντες. Οι στρατιώτες έτρωγαν κι έπιναν με έξοδα του Καραπάνου, μιλούσαν δυνατά κι έφτυναν στο χωμάτινο δάπεδο. Όλοι Αλβανοί, με εξαίρεση τους δύο αξιωματικούς. Οι χωρικοί έπιναν ρακή, κάπνιζαν με αυτοσχέδια τσιμπούκια και παρακολουθούσαν αμίλητοι τη συζήτησή μας, ενώ μια λάμπα πετρελαίου αχνοφώτιζε τον μικρό και υγρό χώρο.
«Στο Ελληνικό Σχολείο, πέραν της τακτικής ύλης, μας δίδαξαν οι καθηγητές ότι στο χωριό σας έχουν θαφτεί οι τετρακόσιοι Ευρωπαίοι που σκοτώθηκαν στη μάχη του 1822» του είπα αλλάζοντας κουβέντα.
«Εσύ είσαι ο Οσμανλής  που σπούδασε στο Ελληνικό Σχολείο;» έκανε απορημένος και με κοίταξε με δυσπιστία.
«Εγώ» του απάντησα.
«Και τι σε μέλει για τους φιλέλληνες;» ξαναρώτησε προσπαθώντας να ανιχνεύσει τις προθέσεις μου.
«Πάντα μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι έρχονταν να σκοτωθούν σ’ έναν ξένο τόπο κι ήθελα να δω το μέρος όπου είναι θαμμένοι» απάντησα με ειλικρίνεια.
«Θα σου δείξω το πρωί» είπε κι έδειχνε ακόμα δύσπιστος.
«Ο καλύτερός μου φίλος είναι Ρωμιός» τον πληροφόρησα και πρόσθεσα: «Δες, ο Πογιάννης είναι μουλαζίμης στον οθωμανικό στρατό, κι όχι μόνο αυτός… κι άλλοι. Οι δυο πλουσιότεροι κάτοικοι της Άρτας είναι Ρωμιοί. Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι δεν ξέρουν παρά μόνο λίγες οθωμανικές λέξεις. Αυτοκρατορία είμαστε και ζούμε δεκάδες φυλές μαζί. Μια μακρινή πρόγονός μου ήταν Ρωμιά. Έτσι έχουν τα πράγματα, μπλεγμένα και ανακατωμένα στην ίδια χύτρα. Ζούμε στο ιμαρέτ του Θεού, όπως λέει ο παππούς μου ο Ισμαήλ. Γιατί σ’ εντυπωσιάζει που θέλω να δω τον τάφο των Ευρωπαίων;».
«Θα σου δείξω το πρωί» επανέλαβε.
Δίπλα μας, ο αλβανός στρατιώτης είχε πιάσει ένα μελαγχολικό τραγούδι:
«Α! λε, λε, λε, λέι! Α! γιο, γιο, γιο, ογί!/ τρε μαντάτα βάνε ντε τι ντίτι ντε Σουλεϊμάν μπεγί./ Τι χίτνι σα χάτι τέτι με μπέσι πο νταν φουσέκι./ Α σοκ! Βιρτέτ, περμπέσι, σε κιουσχ κα λιντέρ ντο βντέσι!…».
Ήταν καλλίφωνος και τράβηξε την προσοχή όλων. Τελειώνοντας, του φώναξε ο Πογιάννης, που καθόταν στην αντικρινή πλευρά:
«Και τι λεν τα λόγια σου, Αλιζότ;»
«Τρεις ειδήσεις πήγαν σε μία ημέρα στον Σουλεϊμάν μπέη. Τη Δευτέρα στις οχτώ η ώρα ο μπέης μοίραζε χρήματα και φισέκια. Ω σύντροφοι! Είναι αλήθεια, μα την πίστη μου, ότι όποιος γεννήθηκε ν’ αποθάνει…» μετέφρασε ο αλβανός στρατιώτης και συνέχισε λέγοντας για τον πόνο του Σουλεϊμάν μπέη, ο οποίος θρηνούσε το θάνατο των τριών παιδιών του, γιατί αυτές ήταν οι τρεις ειδήσεις που του πήγαν.
«Είδες…» είπα στον Παπαγεωργίου «ο πόνος δεν έχει πατρίδα!».
«Έχει όμως αυτούς που τον γεννάνε» παρατήρησε αιχμηρά, κατατάσσοντάς με αναμφίβολα ανάμεσά τους.[…]

Γιάννη Καλπούζου, Ιμαρέτ, στη σκιά του ρολογιού,
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2008, σελ. 286-288.
Βραβείο αναγνωστών ΕΚΕΒΙ 2009.