Αν τριγύριζαν μαζί το μακρύ πάγκο του σελφ σέρβις και έδειχναν ο ένας στον άλλο τα πρασινωπά τυριά που έμοιαζαν με παγωτά και τα ζωγραφιστά αλλαντικά, αν έπιαναν και άφηναν τα βραστά αυγά σιγοψιθυρίζοντας διάφορα, αν, στο τραπέζι τους πια, ο άντρας άλειφε με μαρμελάδα βατόμουρου το ψωμάκι της και κατόπιν έγλειφε το μαχαίρι, αν η γυναίκα τον ρωτούσε με τα μάτια, να σου βάλω αλατοπίπερο στην ομελέτα πήγαινε να πει ότι την προηγούμενη νύχτα είχαν κάνει έρωτα. Όσοι μασουλούσαν αμίλητοι το κρουασάν τους προσέχοντας να μη γεμίσουν ψίχουλα το τραπεζομάντιλο ή κοιτάζοντας αφηρημένοι προς την είσοδο, αυτοί είχαν περάσει άλλη μια νύχτα δίχως αγκαλιές.
Στέλλα μου, εσύ, μέσα στη σάλα του μπρέκφαστ με τη σκουροκόκκινη ταπετσαρία στους τοίχους και τις μαύρες καρέκλες με την ψηλή ράχη, ανήμερα της γιορτής σου, τι έκανες εκεί, καθισμένη στη γωνίτσα σου;
Μετρούσε στο πιατάκι της τα κουκούτσια από την κομπόστα δαμάσκηνο, την προηγούμενη είχε μετρήσει δεκαπέντε, εκείνο το πρωί δεκαεφτά, το επόμενο πρωί θα μετρούσε δεκαεννιά. Είχε πρήξιμο στην κοιλιά, σφίξιμο στο στομάχι, πλάκωμα στο στήθος και λύπη παντού». […] Ιωάννας Καρυστιάνη, Ο άγιος της μοναξιάς
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2003, σελ. 38-39