«Η αδελφή των Κοντραίων έπεσε σε βαρύ σφάλμα. Αγάπησε με όλη την τρέλα των εικοσιδυό της χρόνων τον Κωστάκη Ντούφη και του παραδόθηκε μια χειμωνιάτικη βραδιά κάτω εκεί σε κάποιαν απόμερη γωνιά του Κάστρου. Όταν αισθάνθηκε το σφάλμα της αξίωσε απ’ τον Κωστάκη μέσα σε οχτώ μέρες να την ζητήσει απ’ τ’ αδέλφια της.
Κι όταν είδε πως οι οχτώ μέρες πέρασαν χωρίς να κάμει έτσι, μα και πως την απόφευγε συστηματικά, τότε δε δίστασε καθόλου να τα μαρτυρήσει όλα στη μάνα της για να πάρει το ζήτημα μια λύση. Τ’ αδέρφια της έγιναν έξω φρενών. Ζήτησαν να τη σκοτώσουν αμέσως. Και θα τη σκότωναν. Μα η μάνα πρόβλεψε και την έδιωξε στην αδερφή της. «Να μην ξαναπατήσει στο σπίτι η άτιμη θα τη σφάξω ανάποδα!»
«Στο σουβλί θα την περάσω!»
«Θα την μαδήσω ζωντανή!» κάθε αδερφός κι απόναν σκληρό θάνατο της απειλούσε. Μόνον ο πιο μικρός, ο τέταρτος, δε μιλούσε, παρά, καθώς αντίκριζε την πρωτόφανη άγρια τρικυμία του σπιτιού του, έτρεμε σύγκορμος κι έκλαιγε μαζεμένος σε μια άκρη. Ήταν παιδί δεκάξι χρονών και κανείς δεν πρόσεχε σε δαύτο, ούτε περίμενε απ’ αυτό άλλη βοήθεια περισσότερη απ’ τα φοβητσιάρικα δάκρυά του.
Αποφασίστηκε, ο Σωτήρης, ο μεγαλύτερος, να πιάσει τον Κωστάκη και να του απαιτήσει ορθά κοφτά σε τρεις μέρες μέσα ν’ αρραβωνιάσει την προσβλημένη αδελφή τους.
Αν αρνιόταν, τότε θα λάβαιναν άλλην απόφαση. Ο Κωστάκης ορφανό πλουσιόπαιδο, μονάκριβος γιος μιας διαβολεμένης χήρας, που κρατούσε την περιουσία του άντρα της καλύτερα κι απ’ όταν ζούσε ο ίδιος, δεν είχε δική του γνώμη και θέληση. Αν και πάτησε τώρα πια τα είκοσι πέντε, δεν έλεγε και δεν έκανε παρά ό,τι κανοναρχούσε η μητέρα του. Γλεντούσε όταν, όπου κι όπως ήθελε εκείνη. Πήγαινε με τους φίλους που του διάλεγε. Ζούσε τη ζωή που του είχε κανονίσει. Τα είχε όλα στο χέρι, για τίποτα δε φρόντιζε, κι όσο για την περιουσία του, ήταν ένας απλός υπάλληλος της μητέρας του. Η πρώτη λεύτερη, αυτόβουλη και μυστική απ’ τη μητέρα του πράξη, ήταν ο έρωτάς του με τη Φωτεινή. Αυτός σπάζει πάντα τις αλυσίδες και των σκλαβωμένων κοριτσιών και των υποταγμένων αγοριών. Ήταν φυσικό κι επόμενο στο πρώτο απόχτημα της λευτεριάς του να μη λογαριάσει τίποτα, να μην κρατηθεί πουθενά. Όταν έγινε το κακό, καλύτερα όταν μπόρεσε να σκεφθεί ότι το κακό είχε γίνει, το είδε τόσο μεγάλο κι ένα τόσο βαρύ προαίσθημα του πλάκωσε την καρδιά που δε θέλησε καθόλου να βασανίσει το μυαλό του μ’ αυτό. Το κακό έπαιρνε την πελώρια διάσταση του μοιραίου και στο μοιραίο πρέπει να παραδίνεται κανείς χωρίς σχέδια και λογαριασμούς και τεχνάσματα! Όταν του έβαλε η Φωτεινή την προθεσμία δεν έβλεπε την ώρα πότε να περάσουν οι οχτώ μέρες, γιατί, όσο διαρκούσαν έπρεπε να συλλογίζεται ολοένα το ζήτημα αυτό, ενώ αυτός δεν ήθελε να συλλογίζεται καθόλου! Όταν θα περνούσαν οι οχτώ μέρες δε θα ’φερναν κάποια μοιραία λύση. Έπαιρνε το άλογο του και πήγαινε έξω στα χτήματά τους. Οι εργάτες κλάδευαν τα κλήματα κ’ έσκαβαν λάκκους γύρα στα κούρβουλα ή όργωναν τα χωράφια για να σπείρουν καλαμπόκι. Έβρισκε μια παρηγοριά στον ανοιχτό κάμπο. Ξεχνούσε το άτομό του και ζούσε με τον απλό παλμό ενός ελάχιστου ζούδιου, ενός μυρμηγκιού απ’ αυτά που πατούσε το άλογό του ή ενός εντόμου από εκείνα που βιβίνιζαν γύρω στ’ αυτιά του». […]
Γιώργου Αθάνα,
Ο τέταρτος άντρας