« Εμείς οι ντόπιοι το λέμε όμορφο το νησί μας και τ΄ αγαπούμε. Όσο ζούμε εδώ δε θέλουμε να φύγουμε, και σα μας σφίξει η ανάγκη – φτωχός μαθές ο τόπος – πάντα τόνε θυμούμαστε με μεράκι
Δεν έχει άλλον τρόπο να ζήσεις, από την τέχνη τη θαλασσινή. Είμαστε ψαράδες, σφουγγαράδες, ναύτες. Όχι πως η θάλασσά μας είναι πλούσια· τα καΐκια μας παγαίνουν μακριά, στη Μπεγγάζη, για σφουγγάρι, και τα φορτηγά βγαίνουν από τη ρότα τους για να πιάσουν στο νησί.
Λιμάνια μόνο έχουμε μπόλικα. Βαθιά λιμάνια, σίγουρα σε όλους τους καιρούς, τριγυρισμένα από κοφτερούς βράχους – στο νησί δε θα βρεις μιαν ακρίτσα αμμουδιά – αποκούμπι για τους ψαράδες στα μελτέμια, που βαστούν τους πιο πολλούς μήνες του χρόνου. Δύσκολα θα πετύχεις στον καιρό τους και μια μονάχα μέρα μπουνάτσα – κι είναι άγρια. Βοηθάει και το νησί, βλέπεις. Γιομάτο απότομα βουνά και βαθιές χαράδρες, αλλού απαγκιάζει ολότελα, κι αλλού μαζεύει τη δύναμη του ανέμου και τόνε ξαπολάει σα φίδι που σφυρίζει. Μέρες μέρες ο καιρός δυναμώνει τόσο, που κλείνει στο λιμάνι όλα τα πανάδικα και τις βάρκες.
Αυτές είναι οι δύσκολες μέρες· όσοι την περνάνε μεροδούλι μεροφάι σφίγγουνε το ζουνάρι τους, οι άλλοι το ρίχνουνε στο πιοτί, γιατί η θάλασσα είναι μαζί δουλειά και παιχνίδι μας.
Να δεις τα κουντράστα που κάνουν οι ψαράδες ανάμεσα λιμάνι και Νήμο, το νησάκι της Ανατολής. Σαράντα πενήντα βάρκες, οι πιο άξιες του νησιού, κόβουνε βόλτες και παραβγαίνουνε. Κανένας δε θέλει να παραδεχτεί πως τόνε ξεπερνά ο άλλος, κι άμα βγουν όξω στη στεριά όλο και κάτι ψάχνουν να διορθώσουνε – πότε στη βάρκα, πότε στο πανί. Ψηλώνουνε τις αντένες, μεγαλώνουν τα πανιά, που στην αμάχη τους τα φτιάξανε μεγάλα, δυσανάλογα για μικρά φελούκια. Κάθε μέρα τουμπάρουνε βάρκες με τα πελώρια αυτά πανιά, που θέλουν άξιους τιμονιέρηδες. Μια ξαφνική σιγανιά, ένας ατζαμής μέσα στη βάρκα, φτάνουν για να σε φέρουν καπάκι. Πολλούς έκαμε να χάσουν τα μυαλά τους το μεράκι. Ο Βάσος ο Τσώρης, ο Τσαμπίκος του Νικόλα, ο Κοκκιμήδης ο βλαμμένος· αυτός ήταν ο χειρότερος απ΄ όλους.
Ψαράς από μικρό παιδί, και καλός ψαράς, όμως κανένας δεν είχε το πείσμα του. Ξεκινούσε για ψάρεμα, και δεν ήξερες πότε θα γύριζε. Μάστορης στην τέχνη του όσο λίγοι, είχε μάθει τόπους και καιρούς, και δεν καταδεχόταν να γυρίσει με λιγότερο ψάρι από τους άλλους.
Εκείνο τον καιρό τον αρρεβωνιάσανε με μιαν ορφανή, την Αννέτα της μακαρίτισσας της Ευαγγελίας. Ήτανε στα χρόνια του πάνω κάτω, κι όλοι το ξέρανε πως αγαπιόνταν από καιρό. Κανένας δεν ξαφνιάστηκε.
Λίγες μέρες πιο ύστερα, ο Κοκκιμήδης πήρε τη βάρκα του πατέρα του κι έφυγε μακριά. Έπρεπε να δουλέψει σκληρά, να κάνει δικιά του βάρκα, πριν να παντρευτεί.
Δεν έλειψε πολύ καιρό· νησί κι αρρεβωνιαστικιά τον τραβούσανε πίσω. Γύρισε όμως με τη βάρκα του φορτωμένη ανατολίτικα ξύλα και μουριές, και το κεμέρι γεμάτο. Τού ΄πανε να συφωνήσει με το Νικολιό – τον πιο καλό μάστορη – να του φτιάξει τη βάρκα, όμως αυτός δεν άκουγε.
Έκατσε μόνος του και σκάρωσε το φελούκι με περίσσια υπομονή, χαλώντας και ξαναφτιάχνοντας, ώσπου του φάνηκε αψεγάδιαστο. Ύστερα το πέτσωσε, και το βαρκάκι έδειξε τέλειο, ολοστρόγγυλο στα βρεχάμενα, ίδιο αυγό.
Σαν τό ΄ριξε στη θάλασσα σφάνταζε, σωστός γλάρος. Το αρμάτωσε, στην πρώτη βόλτα πήρε και την αρρεβωνιαστικιά του μαζί.
Ο Βάσος ο Τσώρης, που καυχιότανε πως αν τον ξεπερνούσε άλλη βάρκα την έκαιγε τη δικιά του, τού ΄πεσε δίπλα και πάσκιζε να τον αφήσει πίσω. Όμως ο Κοκκιμήδης γρήγορα βρέθηκε μπροστά, κι έπιασε τα σοβράνα.
Η Αννέτα πήρε το Βάσο στο ψιλό :
— Ε, Βάσο! Χάννους ψαρεύεις; Να σου ρίξουμε κάβο να σε τραβήξουμε στο λιμάνι;
Ο άλλος λύσσαξε από το κακό του κι έκανε να πιάσει κουπί, μα τον προγκήξαν απο τις βάρκες και τα παράτησε.
Ο Κοκκιμήδης, σκυμμένος πάνω στο τιμόνι, έκανε πως δεν καταλάβαινε, όμως καμάρωνε κρυφά.
Πώς να μην καμαρώνει! Μονάχος τό ΄χε φτιάξει το βαρκάκι· κι είχε μέσα και την αρρεβωνιαστικιά του. Εκείνη άπλωσε το χέρι και τού ΄σφιξε το δικό του κάτω από τον πάγκο.
Νίκου Κάσδαγλη, Οι κουντρασταδόροι,
«Σπιλιάδες», εκδόσεις Κέδρος.