«ΜΟΝΟ ΝΑ ΜΗ ΧΑΣΟΥΜΕ ΤΗ ΧΑΡΑ ΜΑΣ»

Ένα κείμενο της
Μαρίας Κατσουνάκη
«Για το μόνο που ανησυχούσε ήταν να «μη μας πάρουν τη χαρά μας. Δεν πειράζει, και με λίγα θα ζήσουμε. Αλλά τη χαρά μας…». Έλεγε και ξανάλεγε σαν να μονολογούσε. Καθόταν στη διπλανή θέση του αεροπλάνου, και στη διάρκεια του τρίωρου ταξιδιού, αφηγήθηκε τη ζωή της με έναν τρόπο συναρπαστικά απλό και αφοπλιστικά ειλικρινή.

«Για το μόνο που ανησυχούσε ήταν να «μη μας πάρουν τη χαρά μας. Δεν πειράζει, και με λίγα θα ζήσουμε. Αλλά τη χαρά μας…». Έλεγε και ξανάλεγε σαν να μονολογούσε. Καθόταν στη διπλανή θέση του αεροπλάνου, και στη διάρκεια του τρίωρου ταξιδιού, αφηγήθηκε τη ζωή της με έναν τρόπο συναρπαστικά απλό και αφοπλιστικά ειλικρινή.

Νοσηλεύτρια, μια 25ετία τώρα, σε πολύ δύσκολη και απαιτητική μονάδα δημόσιου ιδρύματος, αγαπάει τη δουλειά της, φροντίζει με έγνοια τους ασθενείς, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι χρόνια πάσχοντες. Από φτωχή οικογένεια, πήγε μεγάλη σχολείο, αφού είχε ήδη αποκτήσει τρία παιδιά. Καθάριζε σπίτια για να ζήσει, ύστερα αποφάσισε να παρακολουθήσει τη σχολή για νοσηλεύτριες. Ο πατέρας της δεν την άφηνε να σπουδάσει. Έμαθε από πολύ μικρή, στα δώδεκα, να πλέκει, να κεντάει. Καταπιάνεται διαρκώς με κάτι ώστε να ενισχύει τα οικονομικά του σπιτιού, να κάνει το καλύτερο για την οικογένειά της. Κατάφερε να στείλει και τη μία κόρη για μεταπτυχιακά στο εξωτερικό (ταξίδευε για να την επισκεφτεί). Η άλλη έκανε οικογένεια, ο γιος «ψάχνεται» ακόμη.

Είναι κοντά στα 50, ντυμένη με φόρμα και αθλητικά, είναι όμορφη με έναν τρόπο ανεπιτήδευτο και αυτάρκη. Άνθρωπος ανήσυχος, ακούραστος, φιλομαθής, φιλοπερίεργος. Όταν έρχεται η κουβέντα στην οικονομική κρίση, η αγωνία της εντοπίζεται σε ένα μόνο πράγμα: στην απώλεια της χαράς. Με αιφνιδιάζει. Το ίδιο ακριβώς περιγράφει ο Μπέργκμαν στην αυτοβιογραφία του, της λέω. Και μόλις επιχειρώ, διστακτικά, να εξηγήσω ποιος είναι ο Μπέργκμαν, με αποστομώνει: «Έχω δει ταινίες του με τη Λιβ Ούλμαν», μου απαντά.

Το περιστατικό που καταγράφει ο μέγας Σουηδός στη «Μαγική κάμερα» έχει ως εξής: «Ο Μπαχ μόλις είχε γυρίσει από ένα ταξίδι, η γυναίκα του και δύο από τα παιδιά του είχαν πεθάνει κατά την απουσία του. Στο ημερολόγιό του έγραψε: Καλέ μου Θεέ, μόνο να μη χάσω τη χαρά μου. Η φράση αυτή μ’ έχει σώσει από κρίσεις και συμφορές και λειτουργούσε το ίδιο πιστά όπως η καρδιά μου: καμιά φορά υπερβολική και δυσκολόχρηστη, αλλά ποτέ εχθρική η καταστροφική».

«Ναι, έτσι είναι», συγκατανεύει η άγνωστη συνταξιδιώτισσα. Και θυμάται τα γλέντια που έζησε στο σπίτι και στη γειτονιά της. «Ξύπναγα το πρωί με μουσικές και εικόνες από μεγάλα, στρωμένα ακόμη από το βράδυ, τραπέζια». Βγάζει από την τσάντα της έναν φορητό υπολογιστή και μου δείχνει οικογενειακές φωτογραφίες. Είναι και γιαγιά.

Η γυναίκα που κάθεται δίπλα μου δεν έχει την πολυτέλεια των καταθλίψεων ή της μεμψιμοιρίας. Η ζωή την τραβάει από το μανίκι, μαζί με τις υποχρεώσεις και την επιθυμία να είναι παραγωγική, χρήσιμη, να ανανεώνει τις γνώσεις, να τροφοδοτεί με καινούργιες ιδέες τον εαυτό της και τους γύρω της. Είναι ικανή, αλλά ακονίζει και τις ικανότητές της, δεν εφησυχάζει, η δουλειά δεν τη φοβίζει, ψάχνει διαρκώς και αναζητεί καινούργια πεδία. «Ξέρεις, σκέφτομαι να ασχοληθώ και με την αγιογραφία. Πάντα μου άρεσε», λέει.

Την παρακολουθώ, μάλλον σιωπηλή, με ελάχιστες παρεμβάσεις. Μοιάζει με ηρωίδα μυθιστορήματος, ο λόγος της έχει οικονομία, αμεσότητα και ακρίβεια, ζυγίζει τα γεγονότα, δεν τα μεγεθύνει, δεν τα δραματοποιεί, ακόμη και εκείνα (όπως οι αιφνίδιοι θάνατοι) που καθορίζουν τον ανθρώπινο βίο.

Δεν ήταν αγανακτισμένη, με την οικονομική κρίση. Αυστηρή ναι, θυμωμένη ναι. Αυτό που θα μπορούσε να τη διαλύσει, όμως, είναι η απραξία. Η καθήλωση. Είναι εκπαιδευμένη να βρίσκει λύσεις, να αναπληρώνει τις απώλειες, να μην κάμπτεται από την αποτυχία.

Η γυναίκα αυτή, γήινη και μεθοδική, συγκεντρώνει τη δυναμική μιας Ελλάδας με αντοχές και προοπτική. Επινοητικότητα και ασκημένο ένστικτο επιβίωσης. Στο δαιδαλώδες αεροδρόμιο του προορισμού μας, χωρίς να μιλάει καμία ξένη γλώσσα, έβρισκε πιο γρήγορα απ’ όλους τη σωστή κατεύθυνση και τις εξόδους. Συγκεντρωνόταν στον στόχο της και προχωρούσε με βήμα σταθερό και αποφασισμένο. Την παρατηρούσα. Τη θαύμαζα και την καμάρωνα. Δεν άφηνε καμία αμφιβολία ότι εκείνο που δεν θα επιτρέψει από κανέναν να της στερήσει, είναι μόνο ένα πράγμα: τη χαρά της».

Εφημερίδα Καθημερινή  26-6-2011

Δια την αντιγραφήν:

https://proskynhths.blogspot.com/

tezjorge@yahoo.gr