[…]-Ναι, Άγγελε – σκέφτηκα. Ταξίδεψες στο Άντεν. Όπως όλοι εμείς που φεύγουμε για ξένες χώρες. (Θυμάσαι τον παλιό καιρό που λέγαμε για το Παρίσι; Το χειροπιαστό, σχηματοποιημένο, πασίγνωστο Παρίσι; Χιλιοτυπωμένα, χιλιοπατημένα κατατόπια. Το βρίσκεις μέσα σ΄ όλους τους
οδηγούς για ταξιδιώτες, σ΄όλες τις διαφημίσεις, σ΄ όλα τα εικονογραφημένα τουριστικά φυλλάδια. Ορισμένα δρομολόγια. Μυριάδες φώτα· μυριάδες άνθρωποι. Αποσκευές, φωνές, ξενοδοχεία, σταθμοί, κλίμακες, πινακίδες, αυτοκίνητα. Αγριοκαστανιές. Αναρίθμητα χέρια και πόδια σε κίνηση. Soure. Quartier Latin. Montparnasse. Bois de Boulogne – μια κούραση τσακίζει τα λόγια μας, απαυδησμένα πια να λένε. Ήσαν και οι λίμνες της Ελβετίας – θυμάσαι – όπως τις ζωγραφίζουν με ρόδινα, άσπρα, γαλάζια χρώματα και γύρω ολόγυρα βουνά. Τα ίδια αυτά βουνά, τα σέρνανε μαζί τους με σχοινιά οι ορειβάτες καθώς σκαρφαλώνανε προς τον ουρανό… Πειραιάς-Μασσαλία με τον Ωρίωνα – 8000 τόννοι. Ή το «Orient-Express»: Αθήνα-Βελιγράδι-Βενετία-Μιλάνο. Αλλαγή στη Domodonola…. Αφετηρία: γωνία Αγίου Κωνσταντίνου και το τέρμα (σαν να μην ήταν πια ανάγκη να φύγουμε) το φέρναμε μαζί μας… Τουριστικό καραβάνι. Ώρα αναχώρησης· ώρα άφιξης. Restaurant. Ο οδηγός στο λεωφορείο. Επισκέψεις στα μνημεία, στα μουσεία, στα φημισμένα κέντρα. Τιμές ορισμένες, κι ακαθόριστο κάτι σαν αηδία κι ανία….Ίσως να κρυβότανε κι εδώ μια υποσυνείδητη, προαιώνια επιθυμία, που σέρνεται στο αίμα μας. Υπήρχαν πάντοτε γυναίκες στα sleepings, αινιγματικές σκιές στους διαδρόμους των ξενοδοχείων, στις γέφυρες και στα καρέ των πλοίων. Φαντάσματα απ΄τις δίδυμες ψυχές μας. Και το κορμί, η κνήμη, το στήθος καθώς α υ τ ή ανάσαινε. (Κυβέλη; Αστάρτη; Ελένη; Βεατρίκη; Φερνάντα; Ιουλέττα; Ελβίρα; ή απλούστερα κυρία Μποβαρύ;) Ωστόσο ζητούσαμε και τότε το άγνωστο που δε φανταζόμαστε δίχως πραγματικές ώρες άφιξης ή αναχώρησης. Τα πλοία να φεύγουν χωρίς πυξίδα και τα τραίνα να γλιστράνε – φωτισμένα – δίχως σταθμούς. Μέσα σ΄ αυτά, διαλυμένα, διάχυτα, αμφίβολα, ακαθόριστα να περνάνε – σε διάρκεια μονάχα – χρώματα, κύματα, ήχοι, σύρματα, σήραγγες, βουνά, πολιτείες, δέντρα, άνθρωποι ακίνητοι με σηκωμένα τα χέρια για χαιρετισμό. (Μια μορφή, θα ζήταγε επίμονα να σταθούμε. Μια γυναίκα αγκυλωμένη στη γρήγορη αχτίδα ενός μεγάλου ηλεκτρικού λαμπτήρα θα με προσκαλούσε να κατέβω. Θα πλησίαζα σιωπηλός και θα μέναμε έτσι αποκρυσταλλωμένοι για πάντα. Μνημείο γλυπτό κάποιου σταθμού με μια χρυσή πινακίδα στα πόδια μας «Αυτοί που φεύγουν»… Μια στάση στο χρόνο. (Ο χρόνος είναι κάθε τι, που πέρασε, που τέλειωσε κι έμεινε γι’ αυτό παντοτινό…) Ποιος ξέρει πώς έφτασε τώρα, ο γέρο ναυτικός στην πλαστικήν ικανότητα να δίνει σχήμα και διάσταση στις μορφές και στους χώρους, που πλέκονται στις φανταστικές του ιστορίες… […]
Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου, Το φορτηγό για τις Αντίλλες,
Περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, 1947