Της ΣΩΤΗΡΙΑ ΠΑΝΟΥ
ΠΟΛΙΤΕΥΤΗΣ Ν.Δ.
Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης στοχεύουν στην επίτευξη της δημοσιονομικής προσαρμογής και πειθαρχίας με την ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας,τη μείωση του χρέους σε βιώσιμα επίπεδα και την επαναφορά της οικονομίας της χώρας σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
Η νέα πολιτική που καλείται να εφαρμόσει η κυβέρνηση συνεργασίας,πρέπει να χτίσει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο,να προβεί σε μία οργανωτική ανασυγκρότηση του κράτους, να εξαλείψει τη διαφθορά, τα αντισυνταγματικά προνόμια των αιρετών αρχόντων, να δείξει σοβαρότητα προκειμένου κάποιοι άλλοι στην Ευρώπη να μην νιώθουν ότι είμαστε χαμένοι υπόθεση και να οικοδομήσει έναν κόσμο στον οποίο «κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη μ’ ένα άστρο κι ένα γιασεμί» κατά τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη. Πράγματα “απλά”, αλλά και ταυτόχρονα πολύ δύσκολα για να επιτευχθούν, γιατί απαιτείται όχι απλώς συνεννόηση, αλλά εθνική συνέργεια και αποδοχή από όλες τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις.
Αυτή τη στιγμή στο ελληνικό κοινοβούλιο συγκρούονται δύο οικονομικές κοσμοθεωρίες, αυτή που ανέκαθεν εκπροσωπούσε η ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ότι δηλαδή η ανάπτυξη θα έρθει μέσα από την υγιή επιχειρηματική δράση του ιδιωτικού τομέα και από την άλλη αυτή που πρεσβεύουν τα κόμματα της αριστεράς, ότι το κράτος και ο κρατισμός μπορεί να επιλύσει όλα τα προβλήματα, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με την παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα. Αυτή η βασική διαφοροποίηση δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Ταυτόχρονα η ανεργία φτάνει το 23.6%, έχουμε δηλαδή 1,3 εκατομμύριο Έλληνες εκτός αγοράς εργασίας και όμως υπάρχουν ακόμη πολιτικές δυνάμεις αυτού του τόπου που με το πρόσχημα του λαϊκισμού εναντιώνονται στις αποκρατικοποιήσεις αντιπολιτευόμενοι εκ του ασφαλούς, επειδή δεν ασκούν εξουσία.
Υπάρχει άραγε κανείς πέρα από το πεδίο της μικροπολιτικής που πιστεύει σοβαρά ότι θα επέλθει ανάπτυξις με ένα διογκωμένο Δημόσιο Τομέα, ότι θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας χωρίς ιδιώτες επενδυτές; ‘Οταν δύο χρόνια νωρίτερα η Νέα Δημοκρατία ζητούσε να ξαναμπεί η Ελλάδα στο παιχνίδι για τις επενδύσεις, να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στον επιχειρηματικό κόσμο με ένα σταθερό φορολογικό συντελεστή flat rate για τις επιχειρήσεις, ώστε να προσελκύσει επενδύσεις ,οι λοιπές δυνάμεις κώφευαν.
Τώρα δεν υπάρχει άλλο χρονικό περιθώριο για προτάσεις, γιατί δεν είναι πλέον ζητούμενο η αναμόρφωση του ελληνικού Δημοσίου με τη δημιουργία ενός επιτελικού κράτους για μια αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, αλλά επιτακτική ανάγκη. Θα έλεγα πως απαιτείται μια μεταρρυθμιστική έκρηξη στη δημόσια διοίκηση , που για να έχει θετική προοπτική πρέπει να στοχεύει στην εξάλειψη των μικροοικονομικών παραγόντων, που ευθύνονται για τη χαμηλή αποδοτικότητα – παραγωγικότητα στο ελληνικό δημόσιο, στη διαφάνεια και τη λογοδοσία ιδίως σε κρίσιμες περιοχές της διοίκησης, όπου λαμβάνονται αποφάσεις μεγάλου οικονομικού ενδιαφέροντος, στην αξιολόγηση και στη βαθμολογική εξέλιξη των υπαλλήλων χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις, στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή δημόσιων πολιτικών με παρακολούθηση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων στη βάση αριθμητικών δεδομένων.
Έχουμε ήδη υπογράψει ανάλογο “μνημόνιο συνεργασίας” με τη Γαλλία και την Task Force για τη διοικητική μεταρρύθμιση στη χώρα μας. Όμως αναρωτιέμαι αν οι συνθήκες είναι ώριμες για μια επανάσταση στο ελληνικό Δημόσιο, γιατί το ερώτημα
τι Δημόσιο θέλουμε είναι συναφές με το ερώτημα “έχουν τη σοβαρότητα που απαιτείται σε αυτή την κρίσιμη στιγμή όλες οι πολιτικές δυνάμεις και έχουν την ωριμότητα που απαιτείται οι πολίτες, για να δεχθούν τις αλλαγές αυτές, όταν έχουν γαλουχηθεί επί δεκαετίες με το μοντέλο του κρατισμού”;
Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν ακόμη πολλές δυνάμεις στο λαό λανθάνουσες, υπνώττουσες, ζωντανές παρόλα αυτά. Κάποιες θα σπαταληθούν, κάποιες θα θυσιαστούν στον αγώνα για την κοινωνική αλλαγή, που έρχεται. Άλλες όμως θα είναι παρόντες στο ραντεβού με την ιστορία, στο στοίχημα της πατρίδας για αναμόρφωση του κράτους και του παραγωγικού ιστού. Ας ευχηθούμε ότι οι κυβερνώντες της χώρας που σε όλο τον 200 αιώνα κινήθηκαν σε ένα σπιράλ καταστροφών και δημιουργίας, αυτή τη φορά τουλάχιστον αν δεν καταφέρουν ή δε θελήσουν να δημιουργήσουν, έστω θα διορθώσουν με τη συναίνεση όλων των πολιτικών δυνάμεων του τόπου και των Ελλήνων πολιτών.