Γράφει: ο Δημήτρης Θ. Ζάχος
Λέκτορας στο Παιδαγωγικό
Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης
του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης
Αφορμή για τη συγγραφή αυτού του άρθρου αποτέλεσε ένα e-mail που στάλθηκε στο υπογράφοντα από άτομο, τον οποίο ούτε ρατσιστής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, ούτε και προσκείμενος στο λεγόμενο «εθνοκεντρικό τόξο». Στο εν λόγω κείμενο ασκείται κριτική της υπάρχουσας κατάστασης στην Ελλάδα, στην οποία: Πρώτον, καυτηριάζονται τα δεινά που έχουν επέλθει στις περισσότερες και στους περισσότερους κατοίκους της. Δεύτερον, στηλιτεύονται οι πολιτικές που ευνοούν ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού της, το οποίο όχι μόνον δεν δέχθηκε την επίδραση της κρίσης, αλλά ευνοήθηκε απ’ αυτήν. Τρίτον, κατηγορούνται οι πολιτικοί σχηματισμοί και το πολιτικό προσωπικό που άσκησαν μέχρι σήμερα εξουσία και με τις επιλογές τους οδήγησαν τη χώρα σ’ αυτό το στάδιο. Όταν όμως η ανώνυμη συγγραφέας επιχειρεί να εξηγήσει το «πώς φτάσαμε ως εδώ», τότε καταφεύγει σε μια παραλλαγή του γνωστού σχήματος της συνομωσίας κατά του ελληνισμού: Έτσι, η αποβιομηχανοποίηση της χώρας, η εγκατάλειψη της υπαίθρου, ο εμπρησμός(;) των δασών αλλά και των πολυκαταστημάτων της (τη δεκαετία του 80), η κομπίνα του χρηματιστηρίου, οι ταραχές στο κέντρο της Αθήνας το 2008, αλλά και η πτώση των τιμών των τηλεοπτικών συσκευών, όπως και η αθρόα παροχή πιστωτικών καρτών και καταναλωτικών δανείων αποδίδεται σε ένα οργανωμένο σχέδιο εξαφάνισης της περιούσιας ελληνικής «φυλής»1.
Σε μια (αποτυχημένη) προσπάθεια εύρεσης της πηγής του εν λόγω κειμένου, εντοπίστηκαν 70 (!!!!!) ιστοσελίδες που το έχουν ήδη αναδημοσιεύσει. Το γεγονός είναι πράγματι εντυπωσιακό, με δεδομένο ότι: Πρώτον, το κείμενο αυτό όχι μόνον πρωτοτυπία δεν διαθέτει ως προς τη συλλογιστική του, αλλά ούτε και στοιχειώδη λογική διάρθρωση των «επιχειρημάτων» του. Δεύτερον, η ανώνυμη συγγραφέας του κειμένου αυτού δεν μπαίνει καν στο κόπο να παραθέσει κάποια «στοιχεία», από αυτά που συνοδεύουν συνήθως αντίστοιχα πονήματα (δηλώσεις Κίσινγκερ, Πρωτόκολλα των Πρεσβύτερων της Σιών κλπ.). Θα πρέπει σ’ αυτό το σημείο να γίνει η απαραίτητη -για τους/τις μη έχοντες σχετική γνώση- διευκρίνηση ότι τα εισαγωγικά στο «στοιχεία» δηλώνουν αμφισβήτηση, αφού πλέον είναι ευρέως γνωστό, ότι πληθώρα τέτοιας κατηγορίας τεκμηρίων του διαδικτύου είναι παραποιημένα ή αποτελούν αποκυήματα της φαντασίας των (κατά πλειοψηφία) ανώνυμων συγγραφέων τους.
Θα πρέπει να προσθέσουμε ακόμη ότι και σε πολλά άλλα μηνύματα που στέλνονται από φίλες και φίλους το τελευταίο διάστημα και τα οποία έχουν σκοπό να αναδείξουν πλευρές της κρίσης ή οικονομικές «ατασθαλίες» διαφόρων πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, οι συγγραφείς τους αισθάνονται την ανάγκη να συνδέσουν διάφορα γεγονότα & πράξεις για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει «δάκτυλος» είτε των «προαιώνιων» εθνικών εχθρών (Εβραίων) είτε των παλιότερων (Τούρκων) είτε των νεότερων (Σκοπιανών).
Πέρα από τις αιτίες που ενισχύουν αυτού του είδους τις ερμηνείες2, ο συγγραφέας αυτού του άρθρου εκτιμά ότι όλη αυτή η κινητικότητα δείχνει πως οι άνθρωποι που έχουν τις κεραίες τους προτεταμένες σε τέτοιες αναλύσεις διαθέτουν κριτικό πνεύμα και αισθάνονται την ανάγκη να συσπειρωθούν. Το γεγονός ότι καταφεύγουν σε γνωστά σχήματα θεωρητικής ανάλυσης και ομαδικής έκφρασης δεν είναι διόλου παράξενο αν ληφθούν υπόψιν: Πρώτον, οι συνθήκες εκτεταμένης και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και κοινωνικής ανασφάλειας, που κυριαρχούν στην Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια.
Δεύτερον, η (ουσιαστικά) μακροχρόνια αποχή μεγάλου μέρους του πληθυσμού από οποιασδήποτε μορφής συλλογικές δραστηριότητες3, ο ευδαιμονισμός και ο ατομοκεντρισμός που χαρακτήρισαν την ελληνική κοινωνία τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Τρίτον, τα θεωρητικά εφόδια που διαθέτουν οι περισσότερες/οι από αυτές/ους. Ένας θεωρητικός εξοπλισμός που φανερώνει –δικαιολογώντας τις πρόσφατες διαμάχες για τα σχολικά βιβλία της ιστορίας & όχι μόνον- την ισχυρή επίδραση τόσο της σχολικής εκπαίδευσης, όσο και της χρόνιας εθνικιστικής προπαγάνδας μέρους του πολιτικού προσωπικού και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
Σε ένα δεύτερο σχήμα ερμηνειών για την κρίση θα μπορούσαν να ενταχθούν όσοι και όσες προτάσσουν το «νοικοκύρεμα» του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας. Σ’ αυτή την προσέγγιση, τα διογκούμενα κοινωνικά προβλήματα (ανεργία, μεγάλη πτώση του βιοτικού επιπέδου, εγκαθίδρυση «ισότητας» ως προς την εργασιακή ανασφάλεια) τίθενται σε δεύτερη μοίρα ή παραμένουν αθέατα, ενώ έντονα ή αποκλειστικά προβάλλεται η ανάγκη ρύθμισης της λειτουργίας του ελληνικού κράτους και η ανάγκη διόρθωσης πολλών κακών που χαρακτηρίζουν τη νεοελληνική κοινωνία. Έτσι, η αντιμετώπιση χρόνιων παθογενειών του ελληνικού κράτους όπως η μη ικανοποιητική λειτουργία των διοικητικών & οικονομικών του μηχανισμών, η προνομιακή αντιμετώπιση ορισμένων επαγγελματικών κατηγοριών, οι προς φίλους και φίλες κατευθυνόμενες χρηματοδοτήσεις και επιδοτήσεις, οι εταιρίες & τα σωματεία σφραγίδες, η εξάλειψη των κρατικοδίαιτων συμβούλων, η πάταξη της φοροδιαφυγής, η εκρίζωση των πελατειακών σχέσεων, η εγκαθίδρυση της αξιοκρατίας και η επιβράβευση της αριστείας αποτελούν στόχους για όσες και για όσους επείγονται να ζήσουν σε ένα ιδεατό κράτος.
Επιπρόσθετα, η καταπολέμηση της λογικής των παρεών και των κομματικών φίλων, η κατίσχυση του κοινωνικού αμοραλισμού και ωχαδελφισμού, η επαναφορά των παραδοσιακών προτύπων και αξιών της ελληνικής κοινωνίας (μέχρι και σε εξύμνηση της φτώχειας και των επιδράσεών της στη σύσφιξη των κοινωνικών σχέσεων προέβη γνωστός συγγραφέας) προβάλλονται από διάφορες/ους συγγραφείς ως θετικά δυνητικά επακόλουθα της κρίσης.
Σε μια τέτοια ανάλυση, η ένσταση που αυτόματα προκύπτει αφορά στο κατά πόσο το πολιτικό προσωπικό που εγκαθίδρυσε αυτές τις δομές και αυτό τον τρόπο λειτουργίας του ελληνικού κράτους επιθυμεί και κατά πόσο είναι σε θέση να φέρει εις πέρας αυτό το έργο. Η δυσκολία αυτή αναγνωρίζεται όχι μόνον απ’ όσες και απ’ όσους ασκούν κριτική σ’ αυτή την προσέγγιση, αλλά και από αρκετές και αρκετούς από όσες και όσους την υποστηρίζουν. Ορισμένες και ορισμένοι από τις/τους τελευταίες/ους μάλιστα φτάνουν στο σημείο να προτιμούν ή και να προτείνουν την αντικατάσταση της εκλεγμένης κυβέρνησης με μια κυβέρνηση τεχνοκρατών4 ή ακόμη και ένα είδος κατοχής της Ελλάδας από τους «δανειστές» της, έτσι ώστε να συμμορφωθεί ο άτακτος λαός της με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα!
Καταλήγοντας, ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου υποστηρίζει πως απ’ όσα εκτέθηκαν παραπάνω φαίνεται ότι παρά την αποδόμηση του κοινωνικού ιστού, την κούραση ή την απόσυρση από τα κοινά μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, την έλλειψη εναλλακτικής λύσης που να λειτουργεί ως ζωντανό παράδειγμα, τη χρονική απόσταση από τις τελευταίες μαζικές και αποτελεσματικές κινητοποιήσεις, την απειρία της νεολαίας και την έλλειψη προτύπων, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι στην Ελλάδα μπορεί για να δημιουργηθεί ένα ισχυρό ρεύμα αμφισβήτησης της επικρατούσας αντίληψης για την κρίση. Ένα ρεύμα που θα οδηγήσει στη διεκδίκηση μιας κοινωνίας που θα φροντίζει να εξασφαλίζει την αξιοπρεπή διαβίωση, την ισονομία, την οικονομική δικαιοσύνη τη δημοκρατία και την ελευθερία όλων των μελών της.
1Τα εισαγωγική δηλώνουν ότι ο συγγραφέας αυτού του άρθρου δεν αποδέχεται αυτόν τον όρο, κάτι που θα προσπαθήσει να εξηγήσει σε επόμενο άρθρο του.
2Για μια τέτοια προσέγγιση Βλ. Δημήτρης ημήτρης Ζάχος, Ακροδεξιά, μίσος και υποκρισία, Η Φωνή της Βισαλτίας, 19/8/2011, σελ. 17, καθώς και στη διαδικτυακή σελίδα της εφημερίδας στο https://www.foni-visaltias.gr/?p=681, ανακτήθηκε στις 22/8/2011.
3Για μια ευρύτερη διαπραγμάτευση του θέματος αυτού βλ. Δημήτρης Ζάχος, Δυσφήμιση των κοινωνικών αγώνων και κρίση, Η Φωνή της Βισαλτίας, 2/9/2011, σελ. 14.
4Η πρόταση αυτή προϋποθέτει την απουσία εναλλακτικών πολιτικών επιλογών σε μια ήδη δοκιμασμένη και αποτυχημένη (όπου εφαρμόστηκε) πολιτική. Προϋποθέτει ακόμη την ακύρωση της λογοδοσίας προς τις πολίτισσες και τους πολίτες (εκτός αν θεωρηθεί ως ανώτερη δημοκρατική διαδικασία η λογοδοσία στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο). Αυτό όμως το ζήτημα ξεφεύγει από το θέμα της παρούσης ανάλυσης και διεκδικεί τη δική του…….
(dimzachos@eled.auth.gr)