Το ασανσέρ

[…] «- Πώς σε λένε;
– Σμαραγδή.
– Το επίθετό σου;
– Δεν έχω.
– Πώς;
– ….
Η διευθύντρια του εξήγησε, ότι στο «σώσε» του χαλασμού της Μικράς Ασίας πολλά παιδιά έχασαν τους γονείς τους και δεν ήξεραν την καταγωγή τους. Ήταν φορές που ο πατέρας για να προλάβει να σώσει το παιδί του, το πέταγε σ’ ένα βαπόρι, έφτανε να ζούσε κι ας χανόταν ο ίδιος και η γυναίκα του.
– Υπάρχουν, πρόσθεσε, πολλές οικογένειες που χώρισαν πάνω στο χαλασμό και δεν αντάμωσαν κι ίσως δε θ’ ανταμώσουν ποτέ. Γιατί χάθηκαν, σκοτώθηκαν, πέθαναν. Άλλοι εκεί, άλλοι εδώ. Ο κόσμος σκόρπισε ολούθε σαν τα πουλιά που κάποιοι χάλασαν τη φωλιά τους. Είναι φορές -έγινε κι αυτό- ένα παιδί που το πήρε ο τυχόντας απ’ το δρόμο, τ’ αμόλησε έπειτα, για ν’ απαλλαγεί. Μπορεί κάτι τέτοιο να ’γινε και με τη Σμαραγδή.
– Και πώς αντιμετωπίσατε το πρόβλημα αυτό εσείς; Πώς τη γράψατε στο Ισαάκειο;
– Να πώς. Τη Σμαραγδή όταν τη βρήκαμε στο Μπέη Τσινάρ, ήξερε μόνο το μικρό της όνομα και τα ονόματα της μητέρας της και του πατέρα της. Ήταν Ελληνόπουλο και βαφτισμένο. Αυτά ήταν αρκετά για μας. Η Σμαραγδή έγινε Σμαραγδή Πέτρου του Πέτρου και της Ελένης. Αν την ρωτούσες για τη γιαγιά, τον παππού, το χωριό κλπ, σε κοιτούσε απορημένη. Κι εσείς κύριε Πεταλά, μ’ αυτά τα στοιχεία θα την πάρετε, μα κάποτε πρέπει να την πολιτογραφήσετε, να μπει η Σμαραγδή στο ψυχομέτρι της Ελλάδας.
Έπειτα η κ. Καραϊορδανίδου φίλησε τη Σμαραγδή, την καλοτύχισε και χώρισαν.
Η Σμαραγδή με την κούτα στο χέρι, έτρεχε πίσω απ’ τον κύριο, σαν το δεμένο αρνί πίσω απ’ τον χασάπη. Ίσως για πρώτη φορά στην Ελλάδα θα δρασκελούσε κατώφλι σπιτιού. Οι θύμισες που είχε απ’ τη μακρινή πατρίδα της, ήταν λίγες και θολές. Θυμόταν τη βρύση, την αυλή της εκκλησιάς, το μέρος που μοίραζαν τα κόλλυβα, το νεκροταφείο με το χαλασμένο εκκλησάκι, τη χαρά που ’κανε να μαζεύει βατόμουρα στις όχθες σ’ ένα ρυάκι που χώριζε το χωριό στα δυο. Ξυπόλυτη έμπαινε μέσα στα νερά και τα πλατάγιζε και πιτσιλούσαν στα πλάγια κι ήταν γι’ αυτό όλο χαρά. Κι ήταν ανεξήγητο, πώς το νερό από χάμω που βρισκόταν, πεταγόταν ψηλά και πέρα μακριά. Καμιά φορά έφερνε ένα σπάγκο κι έδενε δυο δυο απ’ τα ποδαράκια τους τα βατραχάκια που έπιανε και τ’ αμολούσε πάλι στο νερό για να δει πως θα κολυμπούσαν δεμένα… Α… τα παιχνίδια της τα παιδικά, ήταν όλα τόσο ωραία.» […] Γιάννη Χαρατσίδη, Το ασανσέρ,
Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1996